Μια Πρωτοχρονιά

Μικρός αναζητείς να μάθεις την αλήθεια για τη ζωή
στερνή μου γνώση να σ΄είχα πρώτα τραγουδάς μεγάλος
Μικρός πασχίζεις να πάρεις τα εύσημα , τα μπράβο
σε έναν ατέρμονο αγώνα δρόμου με τη φύση, το χρόνο,
τους άλλους ανθρώπους
Κι όλα τα βραβεία σου θα τα ΄χεις να τα δείχνεις γέρος
σε σκονισμένα ράφια
ανήμπορος πια ο,τι κι αν είσαι, όπου κι αν βρίσκεσαι
με μια τσάντα γεμάτη χάπια κι αναμνήσεις
Κι οι μέρες κυλάνε σαν νερό
Γιαυτό προτίμησες να συνηθίσεις
μόνο μερικές φορές το χρόνο
να κάνεις τις νύχτες μαγικές
μια Πρωτοχρονιά
έναν 15αύγουστο
ένα Σάββατο.

Τα ζώα της φάρμας στο χωριό

Στο χωριό μου ο θείος ο Σιδερής είχε γουρουνάκι
κάθε φορά που πήγαινα το χάζευα
προσπαθούσα να το προσεγγίσω
να το χαϊδέψω
το παρατηρούσα με τις ώρες
στεκόμουν έξω από την περίφραξη
μιμόμουν τους ήχους του
άρχισε να με θυμάται
περνούσα και μου φώναζε
σηκωνόταν στο φράχτη να το δω
να το χαιρετίσω
ύστερα τέλειωσε το καλοκαίρι
μου το 'στειλαν σε δέμα απ΄το χωριό
κι ανάψαμε το μπάρμπεκιου
δεν ήξερα με τι είδους τύψεις το 'τρωγα
μετά από τόσο καιρό
είχαμε προβάλει τις αντιρρήσεις μας στο θείο
αλλά ο νόμος της φάρμας δεν αλλάζει

Στο ίδιο σπίτι η θεία Τζένη
φρόντιζε και μια κοτούλα
μικρή όταν ήταν πιάστηκε το ράμφος της στην πόρτα
στράβωσε μια για πάντα
μεγάλωσε κι η όψη της ήταν αλλόκοτη
δεν ήξερα αν με αηδίαζε ή αν τη λυπόμουν
κανείς δεν την ήθελε αυτή την κότα
είχε όμως καταφέρει να διεκδικήσει μια θέση έξω απ΄το κοτέτσι
κυκλοφορούσε ανενόχλητη πάνω κάτω στην αυλή
η θεία της έδινε μεγάλη προσοχή
δεν είχε δικά της παιδιά
της έφτιαχνε ξεχωριστά ρυζάκι κι ο,τι άλλο
όταν φύγαμε ο θείος έστειλε πεσκέσι τα μπουτάκια
αδύνατον να μαγειρέψει, αδύνατον να φάει
απαρηγόρητη η καημένη θεία
δεν είχε σκοπό της να αναθρέψει αυτή την κότα για να της τη σφάξουν
πίστευε ίσως πως η ασκήμια ήταν το τίμημα για την ελευθερία της

Κάποιος όμως γλίτωσε σ΄αυτή τη φάρμα
όσο ζούσε η γιαγιά Αληθινιώ
ήταν μια έξυπνη κοτούλα που όλο γεννούσε αυγουλάκια
κι όλο της τα παίρναμε
μια μέρα πονήρεψε κι εξαφανίστηκε
Που είναι η κότα βρε, που πήγε η κοτούλα μας;
Η κότα ηπέτασε μια μέρα
πήγε και βρήκε μια κρυψώνα
κάμποσους μήνες ήταν άφαντη
έθρεψε τα μικρά κοτόπουλα
και να ΄σου τη μια μέρα καμαρωτή καμαρωτή
να επιστρέφει και πίσω τα κλωσόπουλα σειρά
στάθηκε έξω από την πόρτα στην αυλή
περιμένοντας να έρθει η γιαγιά μας να τη δει
κι από τότε συνέχισε να μας προσφέρει τα αυγά της
χωρίς να ξαναφύγει

Όταν πεθαίνει ο σκύλος της οικογένειας

Είχε δυο γατιά από μικρά
τα τάϊζε στον κήπο
μέχρι που φτάσαν 20 χρονών σε ανθρώπινη ηλικία
μεγάλωσαν με ανθρώπινη αγάπη
μα ήταν απρόσεχτα με τα ανθρώπινα αυτοκίνητα
το ένα έμεινε τυφλό, το άλλο το τύλιξε σε μια κουβέρτα
ήταν ασήκωτο
την βοήθησα να το μεταφέρει στο βουνό

Ύστερα σε ένα άλλο σπίτι έσβησε κι η φλόγα μιας μικρής σκυλίτσας
εκεί όμως το περιμέναμε
είχε πια γεράσει ήταν πάντα σκυθρωπή
δεν σήκωνε χαδάκια από άγνωστο
ο δεύτερος μικρός σκυλάκος έμεινε μόνος
στεναχωρέθηκα
σαν κουτάβι φοβισμένος, μαθημένος με τους ανθρώπους
και με τη συντροφιά μιας γιαγιάκας
πως τώρα να εκπαιδευτεί στη μοναξιά;
Όταν βλέπει άλλα σκυλιά σκαρφαλώνει πάνω στα πόδια μας
πως θα κάνει χωριό μονάχος του;
Μεγάλωσε κι αυτός, ήδη μετράει 5 χρόνια
κι εγώ τον βλέπω σαν μωρό

Άλλη μια σκυλίτσα έφυγε ξαφνικά
μόλις χθες την χαιρετούσα, ήταν γλυκιά
παρατηρήσεις της έκαναν τα αφεντικά
ποιος να το περίμενε
μα μες στην ατυχία μας εκείνη ήταν τυχερή
μπαμ και κάτω
έτσι θα τη θυμόμαστε ακμαία και χαρωπή

Αν πάθει κάτι ο δικός μας θα πεθάνω
σαν παιδί τον έχουμε παραχαϊδεμένο
Ακόμα να μας αξιώσουν κι οι Θεοί με έναν διάδοχο
το πολεμάμε
μα όταν πεθαίνει σκύλος στην οικογένεια
είναι σαν να πεθαίνει άνθρωπος
σαν να σου παίρνουν μακρυά το λούτρινο αρκουδάκι σου
και γίνεσαι ξανά τεσσάρων
μα το σκυλί σου ούτε τα 20 δεν έφτασε κι είναι άδικο

Μέχρι να φύγεις πάλι



Ήξερα πως θα γυρίσεις
το περίμενα
η σιγουριά με φόβιζε
Δεν ήθελα να ρθει αυτή η στιγμή
ποτέ ξανά
ήθελα να ξεφύγω
δεν θες όμως εσύ
Γύρισες πίσω κι έτρεξες σ΄αυτά που σου ΄μαθα
γύρισες πίσω κι ο,τι κράτησες είχε την υπογραφή μου
γύρισες κι ο,τι αντίκριζες σου θύμιζε εμένα
εγώ σου έμαθα τους δρόμους
τις δικές μου σκιές κρύβουν οι πόρτες που ανοίγεις
μέχρι να φύγεις πάλι
μα τη δική μου σκιά τώρα ακολουθεί ένας άλλος
κάποιος που ανυπομονεί 
δεν με ψάχνει από τα ίχνη μου
αλλά έρχεται κατευθείαν σε εμένα

Τα δέντρα στον κήπο μου

Τα δέντρα στέκονται στο ίδιο σημείο
κάθε βράδυ το ίδιο τοπίο
στην ίδια αυλή απλώνουν ρίζες
τίποτα δεν δείχνει να κινείται
πέφτουν τα φύλλα με τον άνεμο
τα κλαδιά λυγίζουν απ΄το βάρος
ο κορμός σε λίγο θα φτάσει το μπαλκόνι
δεν φαίνεται που με τα χρόνια μεγαλώνει
Τα δέντρα δέχονται πουλιά
στολίζονται πότε με φωλιές και πότε με λαμπάκια
στον τοίχο του σπιτιού ρωγμές
κι όμως δεν φαίνονται οι αλλαγές
Έτσι κι εγώ στην ίδια σιγουριά
όπως και χθές, πετάω στον κήπο τα τσιγάρα

Παρατημένο οικόπεδο

Στο ξεχασμένο οικόπεδο
εκεί που κάποτε έπαιζαν ποδόσφαιρο
χρόνια έχει να φανεί παιδί

Μόνο περαστικοί που βγάζουν βόλτα τους σκύλους

Τριγύρω μπάζα, σκουπίδια πεταμένα
κι ανάμεσα σε κόπρανα και πέτρες
κρυμμένο πίσω από αγριόχορτα
ένα μικρό λουλούδι έχει φυτρώσει
έχει έξι πέταλα απαλά και μακρόστενα
σαν λεπτές μεμβράνες με αρτηρίες φούξια

Πρώτη φορά σε αγριόχορτα φυτρώνει κάτι τέτοιο
Ποιο έντομο μετέφερε τη γύρη του;
Τι λίπασμα χρειάστηκε;
Ποιο σαλιγκάρι κατοικεί κάτω απ΄τα φύλλα του;
Άραγε θα φυτρώσουν κι άλλα;

Το παρατημένο οικόπεδο ανάμεσα σε πολυκατοικίες
ας γίνει ένα λιβάδι από τέτοια μικρά λουλούδια...

Καψούρα

Δεν θέλω να με σώσεις 

προτιμώ να πεθάνω απ΄την καψούρα


παρά να ζήσω με τα τραύματα

Μη φέρνεις τον πυροσβεστήρα

προτιμώ να γίνω στάχτη

παρά να ζήσω με τα εγκαύματα

Μια νύχτα στο Τρένο Θεσσαλονίκη-Αθήνα


Ταξιδεύοντας με τρένο Θεσσαλονίκη-Αθήνα, υποστήκαμε πολύωρες καθυστερήσεις. Δεν υπήρχε άνθρωπος να ρωτήσουμε για τις θέσεις μας, ταλαιπωρηθήκαμε ώσπου να βρούμε άκρη. Μόνο όταν έπρεπε να ελεγχθούμε για λαθρεπιβίβαση εμφανίστηκαν κάποιοι, δικαιολογώντας και τις βρόμικες ή εκτός λειτουργίας τουαλέτες, δήθεν πως εμείς ευθυνόμαστε για την κατάστασή τους, ως χαρακτηριστικά ασεβείς επιβάτες. Μάλλον ως Έλληνες, έριξα πυροτεχνήματα στους γέρους και τις οικογένειες γύρω μου, άναψε η κουβέντα, ξεσηκώθηκαν μέχρι και τα τελευταία καθίσματα, από μικρούς φοιτητές που γελούσαν. Μια από τις αφορμές ήταν κι ένας ζητιάνος που παραπονιόταν πως δεν έχει να ταΐσει τα μικρά παιδιά του, με το ένα ανάπηρο. Απόρησα πως διάτανο στην ηλικία του και με την φάτσα που ΄χει κατάφερε όχι μόνο να κάνει τέσσερα παιδιά, αλλά να βρει και γυναίκα βασικά. Όλοι έδειχναν κουρασμένοι και κρυωμένοι. Οι γιαγιάδες με συμπάθησαν, βγήκε το μητρικό τους και με σκέπαζαν, αφού κορόιδεψαν τις φήμες περί επιστροφής του Τέως και το επικείμενο νέο κόμμα του γοητευτικού πρίγκηπα Νικολάου. Όσοι θέλησαν να ξεπιαστούν απ΄το ατέλειωτο ταξίδι στο σκοτάδι, άραξαν στο βαγόνι του κυλικείου. Πριν μεταλλαχθεί σε τεκέ απ΄το ντουμάνι, μιας που το καλό παράδειγμα το είχαν δώσει πρώτοι οι εργαζόμενοι στο κυλικείου, που κάπνιζαν και κουτσομπόλευαν συνεχώς, σερβίροντας τα υπερκοστολογημένα προϊόντα τους. Ανάψαμε κι οι υπόλοιποι να ξεχαρμανιάσουμε, να νιώσουμε πως κάτι κάνουμε μπας και περάσει η ώρα. Εγώ βρήκα μια θέση στο παράθυρο, άρχισα να γράφω και λίγο αργότερα ένας χαρούμενος νεαρός, που φαινόταν κομψός, σοφιστικέ, ντυμένος στα μαύρα, με γένια παπαδίστικα και κομποσκοίνια, κάθισε δίπλα μου βγάζοντας, από μια δικηγορίστηκη τσάντα, ένα μικρό βιβλίο κι ένα τετράδιο, άρχισε να σημειώνει και μάλλον κάτι να μεταφράζει, ίσως κάποια έρευνα θρησκευτικού περιεχομένου. Μόλις άκουσα τη φωνή του σιγουρεύτηκα, ρωτούσε έναν συνομήλικο του αλητόφατσα, μάλλον απ΄την Ξάνθη, εντελώς σκουρόχρωμο αλλά σεξουαλικό τύπο, αν έχει επισκεφτεί την μονή τους κάπου στα βόρεια.
Κατάλαβα καλά μωρέ;
Προσευχές στα γόνατα και κάτω από το πετραχήλι να ευλογείται. Κρίμα τα νιάτα του, γιαυτό φαινότανε καλό παιδί, κάνας καημένος θα είναι, gay σε ημιάρνηση, εξιλεώνοντας την αμαρτία του με την αγάπη του θεού.

Μύρισε αμυγδαλέλαιο

Μύρισε αμυγδαλέλαιο
φυσάει απόψε
στο μπαλκόνι μου
αναμνήσεις προσγειώθηκαν
Κάποτε μια πασχαλιά έκρυβε τη θέα
στα παιδικά μου χρόνια
ο κορμός της φιλοξένησε πολλές φορές
φωλιές από δεκαοχτούρες
Ευτυχώς στο διπλανό μπαλκόνι
ακόμα φτάνει το χέρι μου
κι αρπάζει φρέσκα σύκα
παχιά και ζουμερά
Μα τη θέα μου τώρα μου την κρύβουν κεραμίδια
και κεραίες
κι εμένα η δική μου τηλεόραση δεν πιάνει
κι έτσι δεν μαθαίνω τι συμβαίνει πέρα απ΄τις σκεπές
κι αρκούμαι να πηγαίνω από το πλάι
να ξετινάζω τη συκιά

Μια βραδιά Ποίησης

Ρίχτηκε μια ιδέα
να απαντήσουμε στο φασισμό με μια βραδιά ποίησης
Μαζεύτηκαν πολλοί και διάφοροι
άλλοι από δάκρυ, άλλοι από αγανάκτηση άλλοι που έψαχναν παρηγοριά,
άλλοι για δημόσιες σχέσεις
κι άλλοι για την ελπίδα,
την ανάγκη της πράξης
να κάνουν κάτι να αισθανθούν πως κάτι γίνεται.
Όταν τελειώσαν τα χαμόγελα
κι όταν οι συστάσεις άνοιξαν νέα πηγαδάκια
ξεχάσαμε πως είχαμε βγάλει τα μαχαίρια και μεταξύ μας.
Ξεχάσαμε πως εκεί όλο και κάποιος βρέθηκε που αντιπαθούμε,
κάποιος που δεν θα θέλαμε να μοιραστούμε τίποτα
και κάποιος που μας πίκρανε.
Ξεχάσαμε για λίγο και προς το τέλος θυμηθήκαμε
πόσες είναι οι διαφορές μας 
πόσες αποχρώσεις του κόκκινου πάνω στο μαύρο μας χωρίζουν
Τι προσπαθούμε να βρούμε; 
Μόνο και μόνο επειδή μια χούφτα ηλίθιοι
τα βρήκαν μεταξύ τους
και χωρίς να αντιμιλάνε υπακούν
αυτοί δεν έχουν πρόβλημα
να συνεννοηθούν
τους ήταν πολύ εύκολο πάντα να τα βρίσκουν
δεν σκέφτονται μονάχοι
στήσανε δυο σύμβολα κι όποια και αν είναι η φωνή που τους καλεί στη σκιά
ακολουθούν
Εμείς όμως
που δεν έχουμε μονάχα τον φασισμό για αντίπαλο
εμείς όμως
που την αμφισβήτηση την έχουμε στο αίμα μας
πως να τα βρούμε, 
ακόμα και με τον ίδιο μας τον εαυτό;

Τα Κοχύλια σου

Έφυγες κι άφησες καμμένη γη
σαν τους Μινωίτες νιώθω
Του Ποσειδώνα οι Ιππόκαμποι
καλπάζουν στη θάλασσα
και σηκώνουν πελώρια κύματα
τόσο δυνατά που σπάνε
αιώνων βράχια
και ξεσπιτώνουν εκατοντάδες όστρακα
για να βρίσκεις εσύ κουφάρια από πολύτιμα κοχύλια
τα καλοκαίρια που γυρνάς κι οργώνεις παραλίες
να φτιάχνεις κολιεδάκια
να τα μοιράζεις από δω κι από κει
ως αντάλλαγμα στα σπίτια που κλείνεις

Οι περαστικοί μπροστά στον άστεγο

Μπρος στα μάτια των αηδιασμένων περαστικών
ξεψειριάζεται ο ταλαίπωρος
και μουρμουρίζει.

Τρελός που έμεινε στο δρόμο

ή άστεγος που τρελάθηκε;

Ο καφές του πάλαι ποτέ Κολωνακίου

Περπατώ στη Σκουφά, κοιτώ τα μαγαζιά με τις εξωπραγματικές τιμές και το τουπέ,
η ίδια βαβούρα κι εδώ, οι ίδιες ταμπέλες "ενοικιάζεται"
Αίσθηση καθαριότητας, άρωμα ακριβής κολόνιας.
Το μπακάλικο που κάποτε ψώνιζε η θεία της μαμάς μου η Τίκα, που δούλευε ως υπηρέτρια σε αριστοκρατικά σαλόνια της εποχής, όπως όλες οι χωριατοπούλες τότε, τώρα λέγεται "delicatessen". Οι χωριατοπούλες τώρα έχουν πεθάνει και οι απόγονοι στο facebook διαφημίζουν τα γαλλικά τους και φωτογραφίζουν τα κότερα που ανέβηκαν δυσφημίζοντας κάθε μέρος που παραθέρισαν ως άνδρο διεφθαρμένων κι ακόλαστων αγροτών που φάγανε τις επιχορηγήσεις σε μερσεντές και μπουζούκια και τώρα επαραπονούντω δια τους όρους δανεισμού της χώρας...
 Κανείς δεν παρατηρεί πια το κολωνάκι, που έδεναν κάποτε τα γαϊδούρια τους οι περαστικοί.
Καβουρδισμένος καφές, πράσινα φύλλα ανάμεσα απ΄τα τραπέζια και πάνω τους καλοκαθαρισμένα κρυστάλλινα τασάκια με αποτσίγαρα Davidoff Και Murati,
 "σπιτική σαντιγί" για γαρνιτούρα, στη λάντζα ο "αράπης".
Περπατώ κι αισθάνομαι μια ζεστασιά, μια οικειότητα με τόση χλιδή τριγύρω.
Ένα σύνθημα στον τοίχο απ'τον Δεκέμβρη του '08 αφοπλίζει τη ψευδαισθησιακή μου έπαρση
"Styliστες υπάρχει ζωή και μετά το shopping!"

Τα μαρτύρια της νέας θρησκείας

Όταν πια τα βασανιστήρια είχαν πάρει μορφή χιονοστιβάδας, όλο και περισσότεροι διεστραμμένοι εισχωρούσαν στους κόλπους της νέας θρησκείας, που τους πλημμύριζε χαρά και τους έχτιζε με θάνατο, ως γέφυρα της επόμενης ζωής.
Αρκετοί επιθυμούσαν την αυτοκτονία αλλά δείλιαζαν, εγγράφονταν λοιπόν στις τάξεις των νέων μαρτύρων για να καταφέρουν να δώσουν την αφορμή στα όργανα της τάξης να τους περιποιηθούν. Ο θάνατος επιτυγχανόταν αργά, γιαυτό και η απόλαυση ήτανε μεγάλη για κάθε πλευρά.
Οι βιτσιόζοι γουστάρανε πολύ αυτή την νέα μόδα, τους προσφέρονταν μια τεράστια γκάμα μηχανισμών, βίαιων οργάνων κι αιχμηρών εργαλείων. Φορούσαν τα πιο  πρόστυχα ενδύματα που έβρισκαν και επιδίδονταν σε ένα ατέλειωτο παιχνίδι πόνου.
Αρκετοί πήγαιναν για εθελοντές σαδιστές και οι μαζοχιστές που βουτούσαν με λαγνεία στα νέα αυτά ήθη, έκαναν ουρά και διάλεγαν, ένας, ένας στη σειρά, με σύνεση, τον φορτωτή τους. Κάποιοι θέλανε να αισθανθούν το δέρμα τους να γδέρνεται, άλλοι επιθυμούσαν να χυθεί επάνω τους καυτό λάδι, να κλειστούν σε κουβούκλια σαν φέρετρα και να κατατρυπηθούν ή να δεθούν χιαστί και να τεντωθούν μέχρι να σκιστούν οι μύες και να αποκοπεί κάθε μέλος τους.
Υπήρχαν κι άλλοι, οι περισσότεροι, που ηδονίζονταν με τη μυρωδιά από τη βρώμα, τη σήψη, τη σαπίλα του αίματος που έρεε άφθονο σαν το κρασί που έπινε το ακροατήριο, την ώρα που ευχαριστιόταν από τα ουρλιαχτά της λύτρωσης.
Δεν ήταν λίγοι κι εκείνοι που προχωρούσαν σε δημόσιους βιασμούς ανηλίκων, ώστε το κράτος να τους παράσχει την πολυπόθητη τιμωρία της καυλοτομής, αφού θεωρούσαν πως μόνο έτσι θα εξιλεώνονταν από τα δαιμόνια της λαγνείας.
Ένα ολόκληρο στάδιο γεμάτο κόσμο ηδονιζόταν καθημερινά με τις ποσότητες αίματος που βάφανε ακόμη και την καυτή πίσσα, κόκκινη. Σπέρματα γέμιζαν κάθε σημείο που βασανιζόταν κάποιος τυχερός.
Όλη αυτή η απίστευτη καύλα που είχε συσσωρευτεί τους προηγούμενους αιώνες, βρήκε την πολυπόθητη  διέξοδο μέσα από τη φρίκη που προσέφεραν τα μαρτύρια της νέας θρησκείας.

Ζωή και φόλα

Θα πάω κολέγιο
όχι μακρυά απ΄το πατρικό
να΄ρχομαι τα σαββατοκύριακα
θα γίνω καθηγητής
θα γυρίσω να διδάξω στο τοπικό σχολείο

Στα 30 θα παντρευτώ την Μαρίκα
που 'ναι καλό κορίτσι και θέλει να με πάρει
τις Κυριακές θα καλούμε και την άλλη Μαρίκα
την παιδική της φίλη
για μπάρμπεκιου, μετά την εκκλησία
θα κάνουμε δυό παιδιά
θα πάρουμε αυτοκίνητο
χωρίς τις εκδρομές

Στα 40 δεν θα αντέχω τις φωνές
θα αρχίσω το ποτό
θα κανονίζω κάποιες νύχτες να βρίσκω και καμιά φιλενάδα

ΜΩΒ

Μωβ ειναι το αγαπημενο μου χρωμα
το χρωμα του πενθους
μα θα το βρεις και στα ρουχα των τσιγγανων
Σαρεσει κι εσενα 
Χωρις να σκεφτεσαι γιατι
Απλα επειδη αρεσει σε μενα
Μωβ η αγαπη που σου χαρισα
Μωβ τα φιλια και τα χειλη παγωμενα
Σου γραψα κειμενα θλιμμενα
Μα το μωβ θα μου αρεσει με η χωρις εσενα.

Στους Δρόμους


Μια μέρα έχω όνειρα
να βγω χωρίς ταυτότητα
και μια κραυγή πελώρια
να αφήσω εδώ αιώνια
Στους τοίχους και τις λαμαρίνες
να αφήσω την υπογραφή μου
Στους δρόμους με στάχτη
να αφήσω τα ίχνη μου
Και σαν το φοίνικα
το ουτοπικό που ονειρεύομαι
να γίνει πραγματικότητα

Ένας αναπάντεχος πυροβολισμός

Σύρθηκες ύπουλα προς το μέρος μου
ήταν αναπάντεχο
πάτησες τη σκανδάλη με λύσσα
πολλές φορές να σ'ακούσουν κι οι γείτονες
ήρθε η σειρά σου να καμαρώσεις

Πυροβόλησες την καρδιά μου
κι απ΄τις τρύπες χύνονται τα λάθη μου
Το ΄ξερα πως θα με καταστρέψεις
γιαυτό προσπάθησα να το κάνω πρώτος
Τι μάζεψες μέσα σου κι εσύ
για να φερθείς έτσι;

Ο έρωτας μόνο δυστυχίες μου φέρνει
Κι εσένα σ΄αρέσει να με βλέπεις έτσι
σου τονώνει τον εγωισμό
στο χρωστάω κιόλας.

Το μόνο μου παράπονο είναι στην ουσία που έκανα τα πάντα να προφυλαχτώ
μα πάλι στο ίδιο σημείο βρέθηκα
Εκεί από όπου ξεκίνησα κι ήξερα πως θα καταλήξω!

Νύχτες Κρεπάλης


Στιγμές είναι και σβήνουν
κι ύστερα πάλι αγκαλιά το μαξιλάρι
μόνο οι αναμνήσεις μένουν
 κι ύστερα πάλι στο κυνήγι θησαυρού
Κάθε βράδυ το πάθος σου να σβήσεις
κάθε νύχτα στους δρόμους της πόλης
στα πιο έμμεσα και τα πιο άμεσα σημεία αναφοράς
να συναντάς τους φίλους, τον έρωτα,  
την κινητήριο δύναμη,
μια βραδινή έξοδο για να μην φανείς γεροντοκόρη επιβάλλεται!
Μέχρι να βαρεθείς, αυτό είναι όλη σου η ζωή,
η ύπαρξη σου βασίζεται σε μια εικόνα, μια κίνηση των γοφών,
γύρω σου μαζεύονται άγγελοι και δαίμονες,
έτοιμοι να σε κατασπαράξουν, έτοιμος να παρασυρθείς
μια κακοσμία ή ένα φανταχτερό περιτύλιγμα
και την επόμενη μέρα μήνυμα
 Κι ύστερα συνάντηση κι ύστερα πάλι κενό
η λύτρωση αυτή μοιάζει με δίψα
δίψα σε μια έρημο από όλα όσα ζητάς
και πάλι δεν σου φτάνει τίποτα
το πηγάδι με το νερό να΄χεις μπροστά σου
πάλι απ΄το παγούρι θα ψάχνεις να πιεις...
 Κι ύστερα πάλι στο κυνήγι του θησαυρού,
το τρόπαιο έχει πολλές μορφές,
πολλές μορφές και η κορύφωση του πάθους
μια μονάχα όμως είναι η μορφή κι η αίσθηση της λύπης σου,
μια μονάχα η θλίψη της ατέρμονης αναζήτησης,
άλλη μια φορά να βρεθείς στην πασαρέλα,
άλλη μια φορά να επιδείξεις ό,τι καλύτερο έχεις...
 Κι όταν αυτά περάσουν την απλή τη βόλτα θα θες να κάνεις,
γύρω από μάρμαρα κι ερείπια μιας άλλης εποχής να βρεθείς,
τις συζητήσεις και τα θέατρα θα αναζητείς
και στα βιβλία τις ιστορίες των άλλων να διαβάζεις
που δεν έζησες κι εμπειρίες να αποκτάς.
Πως να γυρίσεις πίσω τώρα που απομυθοποίησες την πλαστή μας τη νεότητα;


Αναγκασμένος να ντύνεσαι στα μπλε



Μεγαλώνεις αναγκασμένος να ντύνεσαι στα μπλε, σε ρωτάνε πάντα αν θέλεις “ να παντρευτείς” το κοριτσάκι με τα ροζ  κι επιτρέπεται να παίζεις πάντα με όλα εκτός από τις κούκλες ή τα κουζινικά, που είναι μόνο για τα κορίτσια με τα ροζ. Βέβαια δεν μπορείς να γίνεις ζωγράφος, ούτε μάγειρας, όταν μεγαλώσεις, αλλά επιτρέπεται να παίζεις πόλεμο, με όπλα, σπαθιά και άλλα παρόμοια, να εξελίσσεσαι σε έναν καυγατζή. Στο σχολείο οι καθηγητές σπάνια θα σε τιμωρήσουν επειδή έδειρες άλλα παιδάκια. Μάλλον εκείνα που ζήλευες, επειδή τους επιτρεπόταν να παίζουν με κούκλες.
Αποφεύγεις να μοιράζεσαι τα παιχνίδια σου, ζηλεύεις κι όλα όσα έχει το άλλο παιδάκι.
Όταν μεγαλώσεις και τύχει να γίνεις δολοφόνος θα μπεις φυλακή ή θα μένεις σε βίλα.

Στα 10 σίγουρα θα πρέπει να έχεις αρχίσει και το ποδόσφαιρο, για να βρείς και σημείο επαφής με τον πατέρα σου. 

Μαθαίνεις να προσεύχεσαι στον Χριστούλη, όχι επειδή αισθάνεσαι την ανάγκη αλλά επειδή πρέπει όπως λέει κάποιος μεγαλύτερος σου να προσευχηθείς για κάποιον δικό σου...
Φοβάσαι στο σκοτάδι, ο διάβολος παραμονεύει κάτω απ΄το κρεβάτι, το ίδιο κι ο γύφτος έξω στο μπαλκόνι, αν κάνεις φασαρία. 
Πηγαίνεις στην εκκλησία φιλάς το χέρι του χρυσοντυμένου Παπά, που μόλις έχει σκουπιστεί... Ανάβεις κεράκι, ντύνεσαι προσεγμένα και θεωρείς πως στην αρχαία Ελλάδα οι άνθρωποι νόμιζαν για θεούς τα καιρικά φαινόμενα. 
Ντρέπεσαι όταν μένεις γυμνός και το σεξ είναι κάτι κακό κι απαγορεύεται...ακόμα!

Το τσιγάρο ακριβό και δύσκολο, σε βοηθάει όμως να ανέβεις σκαλί στη κοινωνική κατάταξη της εφηβικής απελευθέρωσης. Παρόλα αυτά κρύβεσαι ακόμα απ΄τους γονείς μέχρι να φτάσεις 30 για να απαιτήσεις γενικά την αποδοχή τους. Θα τα καταφέρεις; Τώρα με την ανεργία είστε όλοι αναγκασμένοι να παραμείνετε μαζί.
Ευτυχώς όμως, ο πατέρας σου ζεί, μοιράζει χαρτζιλίκι γιατί περηφανεύεται που ΄χεις γκόμενα. Και εκείνη μαθημένη απ΄την μάνα της, για να σε κρατήσει θέλει τα δωράκια της.

Ποιός άλλωστε είναι ο σκοπός των γονιών όταν κάνουν παιδιά; 
Να τους φέρουν ένα ποτήρι νερό στα γεράματα.