Μια Πρωτοχρονιά

Μικρός αναζητείς να μάθεις την αλήθεια για τη ζωή
στερνή μου γνώση να σ΄είχα πρώτα τραγουδάς μεγάλος
Μικρός πασχίζεις να πάρεις τα εύσημα , τα μπράβο
σε έναν ατέρμονο αγώνα δρόμου με τη φύση, το χρόνο,
τους άλλους ανθρώπους
Κι όλα τα βραβεία σου θα τα ΄χεις να τα δείχνεις γέρος
σε σκονισμένα ράφια
ανήμπορος πια ο,τι κι αν είσαι, όπου κι αν βρίσκεσαι
με μια τσάντα γεμάτη χάπια κι αναμνήσεις
Κι οι μέρες κυλάνε σαν νερό
Γιαυτό προτίμησες να συνηθίσεις
μόνο μερικές φορές το χρόνο
να κάνεις τις νύχτες μαγικές
μια Πρωτοχρονιά
έναν 15αύγουστο
ένα Σάββατο.

Τα ζώα της φάρμας στο χωριό

Στο χωριό μου ο θείος ο Σιδερής είχε γουρουνάκι
κάθε φορά που πήγαινα το χάζευα
προσπαθούσα να το προσεγγίσω
να το χαϊδέψω
το παρατηρούσα με τις ώρες
στεκόμουν έξω από την περίφραξη
μιμόμουν τους ήχους του
άρχισε να με θυμάται
περνούσα και μου φώναζε
σηκωνόταν στο φράχτη να το δω
να το χαιρετίσω
ύστερα τέλειωσε το καλοκαίρι
μου το 'στειλαν σε δέμα απ΄το χωριό
κι ανάψαμε το μπάρμπεκιου
δεν ήξερα με τι είδους τύψεις το 'τρωγα
μετά από τόσο καιρό
είχαμε προβάλει τις αντιρρήσεις μας στο θείο
αλλά ο νόμος της φάρμας δεν αλλάζει

Στο ίδιο σπίτι η θεία Τζένη
φρόντιζε και μια κοτούλα
μικρή όταν ήταν πιάστηκε το ράμφος της στην πόρτα
στράβωσε μια για πάντα
μεγάλωσε κι η όψη της ήταν αλλόκοτη
δεν ήξερα αν με αηδίαζε ή αν τη λυπόμουν
κανείς δεν την ήθελε αυτή την κότα
είχε όμως καταφέρει να διεκδικήσει μια θέση έξω απ΄το κοτέτσι
κυκλοφορούσε ανενόχλητη πάνω κάτω στην αυλή
η θεία της έδινε μεγάλη προσοχή
δεν είχε δικά της παιδιά
της έφτιαχνε ξεχωριστά ρυζάκι κι ο,τι άλλο
όταν φύγαμε ο θείος έστειλε πεσκέσι τα μπουτάκια
αδύνατον να μαγειρέψει, αδύνατον να φάει
απαρηγόρητη η καημένη θεία
δεν είχε σκοπό της να αναθρέψει αυτή την κότα για να της τη σφάξουν
πίστευε ίσως πως η ασκήμια ήταν το τίμημα για την ελευθερία της

Κάποιος όμως γλίτωσε σ΄αυτή τη φάρμα
όσο ζούσε η γιαγιά Αληθινιώ
ήταν μια έξυπνη κοτούλα που όλο γεννούσε αυγουλάκια
κι όλο της τα παίρναμε
μια μέρα πονήρεψε κι εξαφανίστηκε
Που είναι η κότα βρε, που πήγε η κοτούλα μας;
Η κότα ηπέτασε μια μέρα
πήγε και βρήκε μια κρυψώνα
κάμποσους μήνες ήταν άφαντη
έθρεψε τα μικρά κοτόπουλα
και να ΄σου τη μια μέρα καμαρωτή καμαρωτή
να επιστρέφει και πίσω τα κλωσόπουλα σειρά
στάθηκε έξω από την πόρτα στην αυλή
περιμένοντας να έρθει η γιαγιά μας να τη δει
κι από τότε συνέχισε να μας προσφέρει τα αυγά της
χωρίς να ξαναφύγει

Όταν πεθαίνει ο σκύλος της οικογένειας

Είχε δυο γατιά από μικρά
τα τάϊζε στον κήπο
μέχρι που φτάσαν 20 χρονών σε ανθρώπινη ηλικία
μεγάλωσαν με ανθρώπινη αγάπη
μα ήταν απρόσεχτα με τα ανθρώπινα αυτοκίνητα
το ένα έμεινε τυφλό, το άλλο το τύλιξε σε μια κουβέρτα
ήταν ασήκωτο
την βοήθησα να το μεταφέρει στο βουνό

Ύστερα σε ένα άλλο σπίτι έσβησε κι η φλόγα μιας μικρής σκυλίτσας
εκεί όμως το περιμέναμε
είχε πια γεράσει ήταν πάντα σκυθρωπή
δεν σήκωνε χαδάκια από άγνωστο
ο δεύτερος μικρός σκυλάκος έμεινε μόνος
στεναχωρέθηκα
σαν κουτάβι φοβισμένος, μαθημένος με τους ανθρώπους
και με τη συντροφιά μιας γιαγιάκας
πως τώρα να εκπαιδευτεί στη μοναξιά;
Όταν βλέπει άλλα σκυλιά σκαρφαλώνει πάνω στα πόδια μας
πως θα κάνει χωριό μονάχος του;
Μεγάλωσε κι αυτός, ήδη μετράει 5 χρόνια
κι εγώ τον βλέπω σαν μωρό

Άλλη μια σκυλίτσα έφυγε ξαφνικά
μόλις χθες την χαιρετούσα, ήταν γλυκιά
παρατηρήσεις της έκαναν τα αφεντικά
ποιος να το περίμενε
μα μες στην ατυχία μας εκείνη ήταν τυχερή
μπαμ και κάτω
έτσι θα τη θυμόμαστε ακμαία και χαρωπή

Αν πάθει κάτι ο δικός μας θα πεθάνω
σαν παιδί τον έχουμε παραχαϊδεμένο
Ακόμα να μας αξιώσουν κι οι Θεοί με έναν διάδοχο
το πολεμάμε
μα όταν πεθαίνει σκύλος στην οικογένεια
είναι σαν να πεθαίνει άνθρωπος
σαν να σου παίρνουν μακρυά το λούτρινο αρκουδάκι σου
και γίνεσαι ξανά τεσσάρων
μα το σκυλί σου ούτε τα 20 δεν έφτασε κι είναι άδικο

Μέχρι να φύγεις πάλι



Ήξερα πως θα γυρίσεις
το περίμενα
η σιγουριά με φόβιζε
Δεν ήθελα να ρθει αυτή η στιγμή
ποτέ ξανά
ήθελα να ξεφύγω
δεν θες όμως εσύ
Γύρισες πίσω κι έτρεξες σ΄αυτά που σου ΄μαθα
γύρισες πίσω κι ο,τι κράτησες είχε την υπογραφή μου
γύρισες κι ο,τι αντίκριζες σου θύμιζε εμένα
εγώ σου έμαθα τους δρόμους
τις δικές μου σκιές κρύβουν οι πόρτες που ανοίγεις
μέχρι να φύγεις πάλι
μα τη δική μου σκιά τώρα ακολουθεί ένας άλλος
κάποιος που ανυπομονεί 
δεν με ψάχνει από τα ίχνη μου
αλλά έρχεται κατευθείαν σε εμένα

Τα δέντρα στον κήπο μου

Τα δέντρα στέκονται στο ίδιο σημείο
κάθε βράδυ το ίδιο τοπίο
στην ίδια αυλή απλώνουν ρίζες
τίποτα δεν δείχνει να κινείται
πέφτουν τα φύλλα με τον άνεμο
τα κλαδιά λυγίζουν απ΄το βάρος
ο κορμός σε λίγο θα φτάσει το μπαλκόνι
δεν φαίνεται που με τα χρόνια μεγαλώνει
Τα δέντρα δέχονται πουλιά
στολίζονται πότε με φωλιές και πότε με λαμπάκια
στον τοίχο του σπιτιού ρωγμές
κι όμως δεν φαίνονται οι αλλαγές
Έτσι κι εγώ στην ίδια σιγουριά
όπως και χθές, πετάω στον κήπο τα τσιγάρα

Παρατημένο οικόπεδο

Στο ξεχασμένο οικόπεδο
εκεί που κάποτε έπαιζαν ποδόσφαιρο
χρόνια έχει να φανεί παιδί

Μόνο περαστικοί που βγάζουν βόλτα τους σκύλους

Τριγύρω μπάζα, σκουπίδια πεταμένα
κι ανάμεσα σε κόπρανα και πέτρες
κρυμμένο πίσω από αγριόχορτα
ένα μικρό λουλούδι έχει φυτρώσει
έχει έξι πέταλα απαλά και μακρόστενα
σαν λεπτές μεμβράνες με αρτηρίες φούξια

Πρώτη φορά σε αγριόχορτα φυτρώνει κάτι τέτοιο
Ποιο έντομο μετέφερε τη γύρη του;
Τι λίπασμα χρειάστηκε;
Ποιο σαλιγκάρι κατοικεί κάτω απ΄τα φύλλα του;
Άραγε θα φυτρώσουν κι άλλα;

Το παρατημένο οικόπεδο ανάμεσα σε πολυκατοικίες
ας γίνει ένα λιβάδι από τέτοια μικρά λουλούδια...

Καψούρα

Δεν θέλω να με σώσεις 

προτιμώ να πεθάνω απ΄την καψούρα


παρά να ζήσω με τα τραύματα

Μη φέρνεις τον πυροσβεστήρα

προτιμώ να γίνω στάχτη

παρά να ζήσω με τα εγκαύματα

Μια νύχτα στο Τρένο Θεσσαλονίκη-Αθήνα


Ταξιδεύοντας με τρένο Θεσσαλονίκη-Αθήνα, υποστήκαμε πολύωρες καθυστερήσεις. Δεν υπήρχε άνθρωπος να ρωτήσουμε για τις θέσεις μας, ταλαιπωρηθήκαμε ώσπου να βρούμε άκρη. Μόνο όταν έπρεπε να ελεγχθούμε για λαθρεπιβίβαση εμφανίστηκαν κάποιοι, δικαιολογώντας και τις βρόμικες ή εκτός λειτουργίας τουαλέτες, δήθεν πως εμείς ευθυνόμαστε για την κατάστασή τους, ως χαρακτηριστικά ασεβείς επιβάτες. Μάλλον ως Έλληνες, έριξα πυροτεχνήματα στους γέρους και τις οικογένειες γύρω μου, άναψε η κουβέντα, ξεσηκώθηκαν μέχρι και τα τελευταία καθίσματα, από μικρούς φοιτητές που γελούσαν. Μια από τις αφορμές ήταν κι ένας ζητιάνος που παραπονιόταν πως δεν έχει να ταΐσει τα μικρά παιδιά του, με το ένα ανάπηρο. Απόρησα πως διάτανο στην ηλικία του και με την φάτσα που ΄χει κατάφερε όχι μόνο να κάνει τέσσερα παιδιά, αλλά να βρει και γυναίκα βασικά. Όλοι έδειχναν κουρασμένοι και κρυωμένοι. Οι γιαγιάδες με συμπάθησαν, βγήκε το μητρικό τους και με σκέπαζαν, αφού κορόιδεψαν τις φήμες περί επιστροφής του Τέως και το επικείμενο νέο κόμμα του γοητευτικού πρίγκηπα Νικολάου. Όσοι θέλησαν να ξεπιαστούν απ΄το ατέλειωτο ταξίδι στο σκοτάδι, άραξαν στο βαγόνι του κυλικείου. Πριν μεταλλαχθεί σε τεκέ απ΄το ντουμάνι, μιας που το καλό παράδειγμα το είχαν δώσει πρώτοι οι εργαζόμενοι στο κυλικείου, που κάπνιζαν και κουτσομπόλευαν συνεχώς, σερβίροντας τα υπερκοστολογημένα προϊόντα τους. Ανάψαμε κι οι υπόλοιποι να ξεχαρμανιάσουμε, να νιώσουμε πως κάτι κάνουμε μπας και περάσει η ώρα. Εγώ βρήκα μια θέση στο παράθυρο, άρχισα να γράφω και λίγο αργότερα ένας χαρούμενος νεαρός, που φαινόταν κομψός, σοφιστικέ, ντυμένος στα μαύρα, με γένια παπαδίστικα και κομποσκοίνια, κάθισε δίπλα μου βγάζοντας, από μια δικηγορίστηκη τσάντα, ένα μικρό βιβλίο κι ένα τετράδιο, άρχισε να σημειώνει και μάλλον κάτι να μεταφράζει, ίσως κάποια έρευνα θρησκευτικού περιεχομένου. Μόλις άκουσα τη φωνή του σιγουρεύτηκα, ρωτούσε έναν συνομήλικο του αλητόφατσα, μάλλον απ΄την Ξάνθη, εντελώς σκουρόχρωμο αλλά σεξουαλικό τύπο, αν έχει επισκεφτεί την μονή τους κάπου στα βόρεια.
Κατάλαβα καλά μωρέ;
Προσευχές στα γόνατα και κάτω από το πετραχήλι να ευλογείται. Κρίμα τα νιάτα του, γιαυτό φαινότανε καλό παιδί, κάνας καημένος θα είναι, gay σε ημιάρνηση, εξιλεώνοντας την αμαρτία του με την αγάπη του θεού.