To κενό που δημιούργησες μέσα μου

Πρέπει να προσέχεις
To κενό που δημιούργησες μέσα μου
συσσώρευσε πολλή ενέργεια
αν εκραγεί θα σε λερώσει απ΄την κορφή ως τα νύχια



Και τι δεν έκανα...

Και τι δεν έκανα απ΄το σχολείο μέχρι εδώ
τώρα που βαρέθηκα
και κάθομαι σπίτι μου
στον καναπέ μου να βουλιάζω
Εξερεύνησα την πόλη
σκοτώθηκα στην πλατεία
το αποτύπωμα απ΄τις ρόδες μου
σ΄όλη την Aθήνα
και προφυλακτικά
πίσω απ΄την εκκλησία
μέτρησα σκαλοπάτια
σκαρφάλωσα σκαλωσιές
σήκωσα γέφυρες
μα πάντοτε θα χρειάζονται μια θυσία
πολύτιμο αίμα
για να στεριώσουν κι αυτές.

Ο Κουτσομπόλης

Δεν το ξέρω αυτό
πότε έγινε;
Αρπάζει το αυτί μου
καθώς περπατώ
και σκέφτομαι χαιρέκακα
Πάντα κάτι θα γίνεται
μην θες να τα μαθαίνεις όλα!

Καταφύγιο

Μεγάλο καταφύγιο η εκκλησία
εκεί καταλήγουν οι γέροι που δεν έζησαν πολλά
εκεί και εκείνοι που ζήσανε αμαρτίες
και τώρα δεν μπορούν να ζήσουν πια

Γεμίζοντας μια σελίδα

Δεν κάνεις τίποτα μου λέει
κι όμως οι λέξεις που χρειάζεται για να περιγράψω τι έκανα
όλη αυτή την ώρα γεμίζουν και μια σελίδα
αυτός όμως
σε μια ώρα
πόσες πια σελίδες παραπάνω
μπορεί να σκεφτεί να γράψει; 

Στις οθόνες...

Δεν αντέχουμε τα θέλω μας
και χτίζουμε ψεύτικες πραγματικότητες
Στις οθόνες βλέπουμε τη ζωή που κυλάει
και παραμένει στάσιμη
βομβαρδισμός συναισθημάτων
εναλλαγές αρωμάτων
Σαν αράχνες ο ένας στο δίχτυ του άλλου
προσπαθούμε να αναρριχηθούμε
Δεν μπορούμε να μισιώμαστε για πάντα
μα δεν προλαβαίνουμε να αγαπηθούμε και πολύ

Μόλις Χθές...

Μόλις χθές βγαίναμε με φίλους
που μας ζήλευαν
Πηγαίναμε στα κλαμπς και χορεύαμε
μόλις προχθές με φιλούσες στα χείλη
τρώγαμε στα ταπεράκια της μαμάς
και βγάζαμε το σκύλο βόλτα
Μόλις χθές νόμιζα πως μ' είχες συγχωρέσει
η ανακούφιση κράτησε λίγο
τα αθώα μηνύματα που αντάλλαζα
να σπάω πότε πότε τη ρουτίνα
να αισθάνομαι κι εγώ αρσενικό
κυνηγός και ποθητός
ίσως και ελεύθερος απ΄την εξάρτησή σου
τα μάζεψες και μου εξαπέλυσες μια ετεροχρονισμένη εκδίκηση
Τώρα παίρνω τους φίλους για συμβουλές
κρυφοκοιτάω έξω απ΄το σπίτι σου να δω μήπως και κάποιος άλλος
πρόλαβε να καταλάβει τη θέση μου
σκέφτομαι το χειρότερο σενάριο και περιμένω στο τηλέφωνο μια ελπίδα
έκανα και μια εγχείρηση και προσφέρθηκες να βγάλεις τα ράμματα,
τις πληγές όμως που μου'χεις αφήσει ανοιχτές ποιος θα τις ράψει;

Ιερουσαλήμ

Όταν ξημέρωσε ο Μοχάμεντ πήρε απ΄το χέρι την Δεββώρα, επισκέφτηκαν την εκκλησία, ο Σεβαστιανός είχε χάσει τον πατέρα του. Ο ναός δεν ήταν ξένος, η μυρωδιά από το λιβάνι τους βοηθούσε να προσαρμοστούν. Το ίδιο συναίσθημα αισθάνονταν και οι τρεις, παρά τις διαφορές τους. Τις ίδιες εικόνες μοιράζονταν τα μάτια τους. Μονάχα τα αρώματα που κουβαλούσαν οι σκιές τους διέφεραν.
Ο Μοχάμεντ τηρούσε το ραμαζάνι, έτσι λοιπόν η Δεββώρα του έκανε παρέα, δεν έφαγε κι εκείνη τίποτα να μην προβάλει πειρασμούς. Ο Σεβαστιανός μονάχα ένα καφέ κατάφερε να πιει και υποσχέθηκε να τους φυλάξει λίγα κόλλυβα κι ας μην τα έτρωγαν, έτσι για το καλό.

Μετά την κηδεία οδήγησαν τον φίλο τους στους κήπους της πόλης και ξάπλωσαν κάτω από τους φοίνικες και τις ελιές. Παρακολουθούσαν τις ακτίνες του ήλιου να γλιστρούν στις φυλλωσιές. Το δράμα τους φάνταζε μικρό μπροστά σε εκείνους τους ογκώδεις λίθους που συγκρατούσαν την Ιερουσαλήμ.

Ξημέρωσε Σάββατο, η απόλυτη ησυχία έσπαγε πότε πότε με ένα φτερούγισμα. Με το ηλιοβασίλεμα η Δεββώρα ετοίμασε το δείπνο. Κάθησαν γύρω απ΄την εννιάφωτη λυχνία κι έφαγαν με όρεξη. Ο Μοχάμεντ δοκίμασε απ΄το ευλογημένο κρασί ενός Ορθόδοξου Ραβίνου και ο Σεβαστιανός τσούγκρισε τα ποτήρια τους στην υγειά εκείνων που τη ζωή θα συνέχιζαν.

Δεν μπορώ να απολαύσω τον έρωτα

Δεν μπορώ να απολαύσω τον έρωτα
ούτε τον ύπνο
ο ένας σε οδηγεί στην τρέλα
κι ο άλλος είναι ο δίδυμος αδερφός του θανάτου
κι εμείς τραβάμε τζούρες για να παρατείνουμε τη ζωή μας