Στο χωριό μου ο θείος ο Σιδερής είχε γουρουνάκι
κάθε φορά που πήγαινα το χάζευα
προσπαθούσα να το προσεγγίσω
να το χαϊδέψω
το παρατηρούσα με τις ώρες
στεκόμουν έξω από την περίφραξη
μιμόμουν τους ήχους του
άρχισε να με θυμάται
περνούσα και μου φώναζε
σηκωνόταν στο φράχτη να το δω
να το χαιρετίσω
ύστερα τέλειωσε το καλοκαίρι
μου το 'στειλαν σε δέμα απ΄το χωριό
κι ανάψαμε το μπάρμπεκιου
δεν ήξερα με τι είδους τύψεις το 'τρωγα
μετά από τόσο καιρό
είχαμε προβάλει τις αντιρρήσεις μας στο θείο
αλλά ο νόμος της φάρμας δεν αλλάζει
Στο ίδιο σπίτι η θεία Τζένη
φρόντιζε και μια κοτούλα
μικρή όταν ήταν πιάστηκε το ράμφος της στην πόρτα
στράβωσε μια για πάντα
μεγάλωσε κι η όψη της ήταν αλλόκοτη
δεν ήξερα αν με αηδίαζε ή αν τη λυπόμουν
κανείς δεν την ήθελε αυτή την κότα
είχε όμως καταφέρει να διεκδικήσει μια θέση έξω απ΄το κοτέτσι
κυκλοφορούσε ανενόχλητη πάνω κάτω στην αυλή
η θεία της έδινε μεγάλη προσοχή
δεν είχε δικά της παιδιά
της έφτιαχνε ξεχωριστά ρυζάκι κι ο,τι άλλο
όταν φύγαμε ο θείος έστειλε πεσκέσι τα μπουτάκια
αδύνατον να μαγειρέψει, αδύνατον να φάει
απαρηγόρητη η καημένη θεία
δεν είχε σκοπό της να αναθρέψει αυτή την κότα για να της τη σφάξουν
πίστευε ίσως πως η ασκήμια ήταν το τίμημα για την ελευθερία της
Κάποιος όμως γλίτωσε σ΄αυτή τη φάρμα
όσο ζούσε η γιαγιά Αληθινιώ
ήταν μια έξυπνη κοτούλα που όλο γεννούσε αυγουλάκια
κι όλο της τα παίρναμε
μια μέρα πονήρεψε κι εξαφανίστηκε
Που είναι η κότα βρε, που πήγε η κοτούλα μας;
Η κότα ηπέτασε μια μέρα
πήγε και βρήκε μια κρυψώνα
κάμποσους μήνες ήταν άφαντη
έθρεψε τα μικρά κοτόπουλα
και να ΄σου τη μια μέρα καμαρωτή καμαρωτή
να επιστρέφει και πίσω τα κλωσόπουλα σειρά
στάθηκε έξω από την πόρτα στην αυλή
περιμένοντας να έρθει η γιαγιά μας να τη δει
κι από τότε συνέχισε να μας προσφέρει τα αυγά της
χωρίς να ξαναφύγει
κάθε φορά που πήγαινα το χάζευα
προσπαθούσα να το προσεγγίσω
να το χαϊδέψω
το παρατηρούσα με τις ώρες
στεκόμουν έξω από την περίφραξη
μιμόμουν τους ήχους του
άρχισε να με θυμάται
περνούσα και μου φώναζε
σηκωνόταν στο φράχτη να το δω
να το χαιρετίσω
ύστερα τέλειωσε το καλοκαίρι
μου το 'στειλαν σε δέμα απ΄το χωριό
κι ανάψαμε το μπάρμπεκιου
δεν ήξερα με τι είδους τύψεις το 'τρωγα
μετά από τόσο καιρό
είχαμε προβάλει τις αντιρρήσεις μας στο θείο
αλλά ο νόμος της φάρμας δεν αλλάζει
Στο ίδιο σπίτι η θεία Τζένη
φρόντιζε και μια κοτούλα
μικρή όταν ήταν πιάστηκε το ράμφος της στην πόρτα
στράβωσε μια για πάντα
μεγάλωσε κι η όψη της ήταν αλλόκοτη
δεν ήξερα αν με αηδίαζε ή αν τη λυπόμουν
κανείς δεν την ήθελε αυτή την κότα
είχε όμως καταφέρει να διεκδικήσει μια θέση έξω απ΄το κοτέτσι
κυκλοφορούσε ανενόχλητη πάνω κάτω στην αυλή
η θεία της έδινε μεγάλη προσοχή
δεν είχε δικά της παιδιά
της έφτιαχνε ξεχωριστά ρυζάκι κι ο,τι άλλο
όταν φύγαμε ο θείος έστειλε πεσκέσι τα μπουτάκια
αδύνατον να μαγειρέψει, αδύνατον να φάει
απαρηγόρητη η καημένη θεία
δεν είχε σκοπό της να αναθρέψει αυτή την κότα για να της τη σφάξουν
πίστευε ίσως πως η ασκήμια ήταν το τίμημα για την ελευθερία της
Κάποιος όμως γλίτωσε σ΄αυτή τη φάρμα
όσο ζούσε η γιαγιά Αληθινιώ
ήταν μια έξυπνη κοτούλα που όλο γεννούσε αυγουλάκια
κι όλο της τα παίρναμε
μια μέρα πονήρεψε κι εξαφανίστηκε
Που είναι η κότα βρε, που πήγε η κοτούλα μας;
Η κότα ηπέτασε μια μέρα
πήγε και βρήκε μια κρυψώνα
κάμποσους μήνες ήταν άφαντη
έθρεψε τα μικρά κοτόπουλα
και να ΄σου τη μια μέρα καμαρωτή καμαρωτή
να επιστρέφει και πίσω τα κλωσόπουλα σειρά
στάθηκε έξω από την πόρτα στην αυλή
περιμένοντας να έρθει η γιαγιά μας να τη δει
κι από τότε συνέχισε να μας προσφέρει τα αυγά της
χωρίς να ξαναφύγει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου