Ιερουσαλήμ

Όταν ξημέρωσε ο Μοχάμεντ πήρε απ΄το χέρι την Δεββώρα, επισκέφτηκαν την εκκλησία, ο Σεβαστιανός είχε χάσει τον πατέρα του. Ο ναός δεν ήταν ξένος, η μυρωδιά από το λιβάνι τους βοηθούσε να προσαρμοστούν. Το ίδιο συναίσθημα αισθάνονταν και οι τρεις, παρά τις διαφορές τους. Τις ίδιες εικόνες μοιράζονταν τα μάτια τους. Μονάχα τα αρώματα που κουβαλούσαν οι σκιές τους διέφεραν.
Ο Μοχάμεντ τηρούσε το ραμαζάνι, έτσι λοιπόν η Δεββώρα του έκανε παρέα, δεν έφαγε κι εκείνη τίποτα να μην προβάλει πειρασμούς. Ο Σεβαστιανός μονάχα ένα καφέ κατάφερε να πιει και υποσχέθηκε να τους φυλάξει λίγα κόλλυβα κι ας μην τα έτρωγαν, έτσι για το καλό.

Μετά την κηδεία οδήγησαν τον φίλο τους στους κήπους της πόλης και ξάπλωσαν κάτω από τους φοίνικες και τις ελιές. Παρακολουθούσαν τις ακτίνες του ήλιου να γλιστρούν στις φυλλωσιές. Το δράμα τους φάνταζε μικρό μπροστά σε εκείνους τους ογκώδεις λίθους που συγκρατούσαν την Ιερουσαλήμ.

Ξημέρωσε Σάββατο, η απόλυτη ησυχία έσπαγε πότε πότε με ένα φτερούγισμα. Με το ηλιοβασίλεμα η Δεββώρα ετοίμασε το δείπνο. Κάθησαν γύρω απ΄την εννιάφωτη λυχνία κι έφαγαν με όρεξη. Ο Μοχάμεντ δοκίμασε απ΄το ευλογημένο κρασί ενός Ορθόδοξου Ραβίνου και ο Σεβαστιανός τσούγκρισε τα ποτήρια τους στην υγειά εκείνων που τη ζωή θα συνέχιζαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: