Πέρα από τα φώτα της πόλης που διαφαίνονται στο βάθος, εδώ που βρίσκεται ο μόνος του γείτονας είναι κάποιοι περαστικοί, που έρχονται μια στο τόσο να ανάψουνε το καντήλι στο παρεκκλήσι του προφήτη Ηλία.
Κάποιες νύχτες παραφυλά για τα τσακάλια, γι'αυτό και πότε πότε ρίχνει λίγη σκυλοτροφή, κοντά στα χωμάτινα μονοπάτια, που οδηγούν στο βουνό. Συχνά κατεβαίνουν αλεπούδες ξημερώματα, απελπισμένες και βρίσκουν έτοιμες εκείνες τις κροκέτες, λίγο πριν τις καβουρδίσει ο ήλιος, έτσι επιστρέφουν ξανά στο λαγούμι τους. Οπότε και οι λιγοστές κότες που ο ερημίτης αυτός κατέχει, έχουν μονάχα ένα να φοβούνται, τον κόκορα και τον κορμό του ξύλου, στο κέντρο της αυτοσχέδιας αυλής, με το δρεπάνι καρφωμένο επάνω, να περιμένει το λαιμό τους.
Του έχουν λείψει τα ταξίδια, το κορίτσι εκείνο στο κατάστημα ηλεκτρονικών, τα μιλκσεηκ, τα μπαστουνάκια μοτσαρέλας και οι μπύρες παρέα με τους ψαράδες γείτονες που κάποτε είχε, τα αντάλλαξε όλα με ένα πιάτο σούπα, νωχελικούς χειμώνες κι απογεύματα, τρώγοντας πάνω σε μια παλιά τηλεόραση, που δεν χρειάζεται πια να κοπανά για να πιάσει σήμα η κεραία. Τα παράτησε όλα κι ήρθε εδώ, να ανέβει όσο ψηλά γίνεται, προετοιμάζοντας τον εαυτό του, για το τελευταίο σκαλοπάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου