Μετά το παιχνίδι με τα χρωματιστά κανό και τις σανίδες σερφ, που κάποιοι είχανε μεταφέρει από την Αμερική, έστηναν ξύλα στους πετρόχτιστους φούρνους, μέσα στις αυλές που είχαν φτιάξει οι παππούδες τους.
Εκεί έψηναν τα ψάρια που είχανε καταφέρει να πιάσουν και μοσχομύριζε το σύμπαν. Άλλοτε έριχναν μέσα σε κάτι παλιά τσίγκινα σκεύη θαλασσινό νερό να κοχλάζει, πετούσαν και μερικά λαχανικά από το μποστάνι που τους χάριζε η γειτόνισσα, κάποια ξαδέρφη μακρινή τους, φτιάχνοντας ψαρόσουπα.
Έτρωγαν ξαπλωμένοι σε κάτι αιώρες, ή καθισμένοι σε ασπρισμένα από ασβέστη πεζούλια και φθαρμένες πλαστικές καρέκλες, φορώντας ψάθινα καπέλα να τους προστατεύουν όχι από τον ήλιο, αλλά από τις νιφάδες κάτω από τα αλμυρίκια που μαδούσαν με τον άνεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου