Μύρισε αμυγδαλέλαιο

Μύρισε αμυγδαλέλαιο
φυσάει απόψε
στο μπαλκόνι μου
αναμνήσεις προσγειώθηκαν
Κάποτε μια πασχαλιά έκρυβε τη θέα
στα παιδικά μου χρόνια
ο κορμός της φιλοξένησε πολλές φορές
φωλιές από δεκαοχτούρες
Ευτυχώς στο διπλανό μπαλκόνι
ακόμα φτάνει το χέρι μου
κι αρπάζει φρέσκα σύκα
παχιά και ζουμερά
Μα τη θέα μου τώρα μου την κρύβουν κεραμίδια
και κεραίες
κι εμένα η δική μου τηλεόραση δεν πιάνει
κι έτσι δεν μαθαίνω τι συμβαίνει πέρα απ΄τις σκεπές
κι αρκούμαι να πηγαίνω από το πλάι
να ξετινάζω τη συκιά

Μια βραδιά Ποίησης

Ρίχτηκε μια ιδέα
να απαντήσουμε στο φασισμό με μια βραδιά ποίησης
Μαζεύτηκαν πολλοί και διάφοροι
άλλοι από δάκρυ, άλλοι από αγανάκτηση άλλοι που έψαχναν παρηγοριά,
άλλοι για δημόσιες σχέσεις
κι άλλοι για την ελπίδα,
την ανάγκη της πράξης
να κάνουν κάτι να αισθανθούν πως κάτι γίνεται.
Όταν τελειώσαν τα χαμόγελα
κι όταν οι συστάσεις άνοιξαν νέα πηγαδάκια
ξεχάσαμε πως είχαμε βγάλει τα μαχαίρια και μεταξύ μας.
Ξεχάσαμε πως εκεί όλο και κάποιος βρέθηκε που αντιπαθούμε,
κάποιος που δεν θα θέλαμε να μοιραστούμε τίποτα
και κάποιος που μας πίκρανε.
Ξεχάσαμε για λίγο και προς το τέλος θυμηθήκαμε
πόσες είναι οι διαφορές μας 
πόσες αποχρώσεις του κόκκινου πάνω στο μαύρο μας χωρίζουν
Τι προσπαθούμε να βρούμε; 
Μόνο και μόνο επειδή μια χούφτα ηλίθιοι
τα βρήκαν μεταξύ τους
και χωρίς να αντιμιλάνε υπακούν
αυτοί δεν έχουν πρόβλημα
να συνεννοηθούν
τους ήταν πολύ εύκολο πάντα να τα βρίσκουν
δεν σκέφτονται μονάχοι
στήσανε δυο σύμβολα κι όποια και αν είναι η φωνή που τους καλεί στη σκιά
ακολουθούν
Εμείς όμως
που δεν έχουμε μονάχα τον φασισμό για αντίπαλο
εμείς όμως
που την αμφισβήτηση την έχουμε στο αίμα μας
πως να τα βρούμε, 
ακόμα και με τον ίδιο μας τον εαυτό;

Τα Κοχύλια σου

Έφυγες κι άφησες καμμένη γη
σαν τους Μινωίτες νιώθω
Του Ποσειδώνα οι Ιππόκαμποι
καλπάζουν στη θάλασσα
και σηκώνουν πελώρια κύματα
τόσο δυνατά που σπάνε
αιώνων βράχια
και ξεσπιτώνουν εκατοντάδες όστρακα
για να βρίσκεις εσύ κουφάρια από πολύτιμα κοχύλια
τα καλοκαίρια που γυρνάς κι οργώνεις παραλίες
να φτιάχνεις κολιεδάκια
να τα μοιράζεις από δω κι από κει
ως αντάλλαγμα στα σπίτια που κλείνεις

Οι περαστικοί μπροστά στον άστεγο

Μπρος στα μάτια των αηδιασμένων περαστικών
ξεψειριάζεται ο ταλαίπωρος
και μουρμουρίζει.

Τρελός που έμεινε στο δρόμο

ή άστεγος που τρελάθηκε;

Ο καφές του πάλαι ποτέ Κολωνακίου

Περπατώ στη Σκουφά, κοιτώ τα μαγαζιά με τις εξωπραγματικές τιμές και το τουπέ,
η ίδια βαβούρα κι εδώ, οι ίδιες ταμπέλες "ενοικιάζεται"
Αίσθηση καθαριότητας, άρωμα ακριβής κολόνιας.
Το μπακάλικο που κάποτε ψώνιζε η θεία της μαμάς μου η Τίκα, που δούλευε ως υπηρέτρια σε αριστοκρατικά σαλόνια της εποχής, όπως όλες οι χωριατοπούλες τότε, τώρα λέγεται "delicatessen". Οι χωριατοπούλες τώρα έχουν πεθάνει και οι απόγονοι στο facebook διαφημίζουν τα γαλλικά τους και φωτογραφίζουν τα κότερα που ανέβηκαν δυσφημίζοντας κάθε μέρος που παραθέρισαν ως άνδρο διεφθαρμένων κι ακόλαστων αγροτών που φάγανε τις επιχορηγήσεις σε μερσεντές και μπουζούκια και τώρα επαραπονούντω δια τους όρους δανεισμού της χώρας...
 Κανείς δεν παρατηρεί πια το κολωνάκι, που έδεναν κάποτε τα γαϊδούρια τους οι περαστικοί.
Καβουρδισμένος καφές, πράσινα φύλλα ανάμεσα απ΄τα τραπέζια και πάνω τους καλοκαθαρισμένα κρυστάλλινα τασάκια με αποτσίγαρα Davidoff Και Murati,
 "σπιτική σαντιγί" για γαρνιτούρα, στη λάντζα ο "αράπης".
Περπατώ κι αισθάνομαι μια ζεστασιά, μια οικειότητα με τόση χλιδή τριγύρω.
Ένα σύνθημα στον τοίχο απ'τον Δεκέμβρη του '08 αφοπλίζει τη ψευδαισθησιακή μου έπαρση
"Styliστες υπάρχει ζωή και μετά το shopping!"