Στα στενά του Παγκρατίου


 Ομίχλη είχε καλύψει την πόλη. Πιθανότατα από την τσίκνα που αναδύονταν από τα τζάκια των σπιτιών. Εκατοντάδες σκεπές προσέφεραν ζεστασιά σε παρέες των Αθηνών, που έψηναν λουκάνικα χωριάτικα.


Περπατούσα τα στενά του Παγκρατίου μεθυσμένος, τριγυρνώντας στις πολυκατοικίες και τα ξεχασμένα χρέπια ανάμεσά τους. Στις γωνιές των εισόδων με παρατηρούσαν γάτες, που περιφρουρούσαν τα σημεία τους, με τα στομάχια τους χορτασμένα, από περίοικους που πάσχιζαν να εκδηλώσουν πως έχουνε καρδιά. Σε εκείνη την εύκολη ασφάλεια, μπορούν να νιώθουν κυρίαρχοι, ακόμα κι αν ζηλεύουν τις γάτες που ζούνε ξέγνοιαστες. 


Σε κάποιες προσόψεις τα μπαλκόνια ήταν διακοσμημένα με απλωμένα ρούχα, πολύχρωμα για να μοιάζουν με τσαντίρια εντός πόλεως, ενοχλώντας εκείνους που είχανε στεγνωτήριο.


Η μυρωδιά του ψημένου κρέατος ξυπνούσε τη λαιμαργία μου, ενώ το καμμένο ξύλο μου πρόσφερε εκείνο το αίσθημα θαλπωρής, που είχα ξεχάσει εντελώς μετά το καλοκαίρι. 

Περιπλανώμενος με το βλέμμα στο κενό, συνομιλούσα με τη σκιά μου, τρομάζοντας από αδέσποτα σκαρφαλωμένα σε κάδους, αλλά και κάτι τελευταίες κατσαρίδες που περπατούσανε στους τοίχους, δίπλα από κάτι σωλήνες.

Αναρωτιόμουν πόσες ψυχές στοιβάζουν τα όνειρά τους, μέσα σε κάθε ένα από αυτά τα σύγχρονα κουφάρια. 

Αυτά τα γεμάτα μικρές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, παντοδύναμων μέσα στην απελπιστικά ευτυχισμένη ρουτίνα τους, έτοιμοι να ξεδιπλώσουν τις ιστορίες τους. 

Οι μόνοι τυχεροί που θα μπορούσαν να ανοίξουν να τα δουν, είναι οι διαρρήκτες που εισβάλουν μέσα τους για λάθος λόγους. 

🪳

Στο λόφο...


Σκαρφαλώνεις στο λόφο, ανεβαίνεις σκαλοπάτια, ανηφόρες σε άγνωστες γειτονιές, ανακαλύπτεις την πόλη. Περιμένοντας να αντικρίσεις τη μαγεία. Περιφέρεσαι ψάχνοντας το ψηλότερο σημείο με την καλύτερη θέα, σαν στρατηγός, σαν βασιλιάς. 

Μόνο για να διαπιστώσεις πόσο μικρός είσαι, κοιτώντας από κει πάνω. 

Χιλιάδες φωτεινά μυρμήγκια να σπρώχνουν ρόδες ασταμάτητα. Κι εσύ ούτε σαν τζίτζικας δεν έχεις ποιο τραγούδι για να πεις. 

Σαν τα Καφάσια οι επισκέπτες...

 


Οι επισκέπτες στο νησί, σαν τα καφάσια με τις μπύρες που στοιβάζονται, γύρω από το καφενείο, κατακλύζουν το νησί, κάθε χρόνο. Όπου κοιτάξεις, τα χωριά, τενεκέδες που ξεχειλίζουν, με γυάλινα μπουκάλια αεριούχα ποτά. Πορτοκαλάδες για τις κυρίες, χωρίς ανθρακικό για τα παιδιά, μεζέδες με θέα τη θάλασσα, ή τα πετρόχτιστα ερείπια που στις εσοχές τους κατοικούνε σαύρες. 

Κάποτε στο καφενείο του χωριού παίζανε χαρτιά, στα ξύλινα τραπέζια χάραζαν τα σκορ με κιμωλία, οι παππούδες το χειμώνα. 

Σήμερα οι ντόπιοι βλέπουν #ertflix, τα ντοκιμαντέρ για τη ζωή που έζησαν, αυτούς που αντικατέστησαν, πριν από τόσα χρόνια. 

Μια χαρακιά γαλάζιου


 Ανάμεσα στις πυκνές στρώσεις, από γκρίζα και λευκά, σύννεφα, ξεπροβάλλει μια γαλάζια χαρακιά. Διακρίνεται εκείνη η απόχρωση που συναντάμε στα παιδικά δωμάτια, εκείνα που κοιμούνται τα αγόρια, τα πρωτότοκα, στα παλιά αρχοντικά. 

Τη γαλάζια αυτή απόχρωση, που κάνει τόσο χαρακτηριστική αντίθεση πίσω από τα ροζ φιογκάκια, που έχουνε δεμένες τις πλεξούδες τους, μικρά κορίτσια. 


Τι να έχει συμβεί και το γαλάζιο βρέθηκε αντιμέτωπο με τόση ένταση, γιατί μαζεύτηκαν τόσα αγριεμένα σύννεφα μπροστά του;

Δημοτική Αγορά Άργους


 Η δημοτική νεοκλασική αγορά του Άργους (1889 -1989)


Οι στοές που συνθέτουν τα πρώιμα εμπορικά κέντρα των περισσότερων ελληνικών πόλεων, ξεκινούν από τα τέλη του 19ου αιώνα. Μια από αυτές βρίσκεται και στο νεοκλασικό συγκρότημα της κεντρικής πλατείας του Άργους. Στους γύρω δρόμους είναι εμφανή τα σημάδια εγκατάλειψης, παραπάνω από πέντε δεκαετίες, ασχέτως αν στις ίδιες αυτές γειτονιές, όχι μόνο κατοικεί σταθερά σημαντικό μέρος του τοπικού πληθυσμού, αλλά μέχρι τη δεκαετία του '30 αποτέλεσαν αρτηρίες του κεντρικού εμπορικού άξονα. 

Οι εποχές άλλαξαν, οι τεχνίτες όμως με συγκεκριμένη ειδίκευση, είναι σήμερα δυσεύρετοι, καθώς αυξάνονται οι ανάγκες για επισκευές στις προσόψεις νεοκλασικών, που βέβαια πια δεν εξυπηρετούν τα απαραίτητα χαρακτηριστικά της περιόδου μας.

 

Από τα μπαλκόνια των κτιρίων αυτών, έβγαιναν κάποτε να χαιρετίσουν οι ένοικοι όσους καθημερινά περνούσαν από κάτω, έχοντας πιάτο το κυρίως πέρασμα της εμπορικής ζωής της πόλης. Από τη βικτοριανή περίοδο λοιπόν, μέχρι τα τέλη του 70 οι χώροι που στεγάζονταν μόνιμα δημοτικές αγορές, ή μισό αιώνα αργότερα οι εκατοντάδες εμπορικές στοές που συναντώνται στην πρωτεύουσα, γνώρισαν έντονη ανάπτυξη. 


Στην επαρχία εξυπηρετούσαν τον πληθυσμό που δραστηριοποιούνταν αναγκαστικά γύρω από την κεντρική πλατεία, προσελκύοντας άλλωστε κατοίκους των μικρότερων περιφεριακών οικισμών. 

Αντίθετα στην πρωτεύουσα οι στοές προσέφεραν τον απαραίτητο ζωτικό χώρο για εξάπλωση, παρέχοντας λίγα μα πολύτιμα τετραγωνικά. Διευκολύνοντας έτσι τη συγκέντρωση, τόσο σε αριθμό κατοίκων, όσο και όλων των απαραίτητων για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών τους. Εκεί δραστηριοποιούνταν ο κλειδαράς, ο καφετζής, η μοδίστρα, ο τσαγκάρης, ο κρεοπώλης, ανάμεσα στις πυκνοκατοικημένες συνοικίες από τσιμέντο, με τα πολυόροφα διαμερίσματα, που όσο όμορφα κι ευρύχωρα ήταν εσωτερικά, τόσο άσχημα έγιναν απέξω και με μικρά πεζοδρόμια.


Δυτικά προάστια/17Ν

Τα δυτικά προάστια είναι συνυφασμένα με την Αριστερά. 

Ποια θα μπορούσαν να ήταν τα οφέλη για τους κατοίκους, είναι μάλλον άγνωστο. Πιθανόν η τάξη που ανήκαν οι περισσότεροι να μην επέτρεπε κάτι διαφορετικό.

Σήμερα ψηφίζουν, εδώ και δεκαετίες, έναν δεξιό δήμαρχο, τον οποίο, θυμάμαι να άκουσα, πως στηρίζουν και οι συγγενείς ενός παλιού, μάλλον ιστορικού αριστερού δημάρχου, αφού η προτομή του κοσμεί μια πλατεία, στολισμένη με κάτι κόκκινα γαρύφαλλα. 

Το Περιστέρι δυο δεκαετίες τώρα, ομορφαίνει συνέχεια, αλλά η ιστορία παραμένει στις προσόψεις, στον τρόπο που τις μπαλώνουν, στην εγκατάλειψη των προσφυγικών κατοικιών, ανάμεσα στις μοντέρνες πολυκατοικίες που ξεφυτρώνουν. Στα συνθήματα που γράφονται από εφήβους που μεγαλώνουν ανάμεσα...


Στη τηλεοπτική κωμική σειρά του '90 ο Σπύρος Παπαδόπουλος, διαφημιστής και κάτοικος Λυκαβηττού, συχνά αναφέρεται στη δράση του στο Πολυτεχνείο, που συνεπάγεται με συγχωροχάρτι, εφησυχασμό και αίγλη. 

Ο σαρκασμός για την επέτειο είχε ήδη κυριαρχήσει στο δημόσιο λόγο, μόλις μια δεκαετία μετά την "μεγάλη αλλαγή", καταδεικνύοντας την υποκρισία και τη μετάλλαξη σε μια γενικότερη γραφικότητα.


"Ψωμί παιδεία ελευθερία" ως σύνθημα έχει νόημα αν το προσαρμόσουμε στο σήμερα. Δηλαδή να έχουμε όμορφες γειτονιές. Θέλουμε καλαίσθητους και ποιοτικούς φούρνους, δίχως "πιστοποιητικά" προκειμένου να κάτσεις στην αυλή. 

Θέλουμε πιο άνετες πόλεις, δηλαδή καλύτερη σοβαρή αρχιτεκτονική, δομές, με πράσινο και καθαριότητα. Αρα για όλα αυτά χρειάζεται παιδεία. Ενώ για να αισθανόμαστε ελεύθεροι χρειαζόμαστε ασφάλεια και ξεγνοιασιά κι όχι να φοβάσαι να περπατήσεις μεσημέρι, ή να πεθαίνεις από το άγχος των καθημερινών αναγκών. 

🥀

City Plaza -Glyfada (η εξωγήινη αισθητική του '90)


Στα μέσα της δεκαετίας του 90 η υπόθεση Roswell είχε συγκλονίσει τη διεθνή κοινή γνώμη, με τους εξωγήινους να προκαλούν μαζική υστερία, καταλαμβάνοντας τη μόδα σε κάθε τομέα. Λούτρινα γυαλιστερά με τεράστια μαύρα μάτια, υπερμεγέθη κεφάλια και μικροσκοπικά σώματα, τραβούσες ένα κορδόνι και ακούγονταν ένα σατανικό γέλιο. Κτήρια σε σχήμα διαστημικών δίσκων.  Εξώφυλλα σε περιοδικά όπως το ΚΛΙΚ, με ένα ΑΤΙΑ σε χειρουργικό κρεβάτι, ταινίες όπως το independence Day και το Men In Black, σε έκαναν καχύποπτο για το αν κάποια αδέσποτη γάτα ήταν τελικά κάποιος μεταμορφωμένος εξωγήινος που ζούσε μυστικά ανάμεσά μας.

Μέχρι που στην αυγή της νέας χιλιετίας όλα ξεχάστηκαν, τα παιδικά πάρτυ στον παιδότοπο των McDonald's έδωσαν τη θέση τους στην αυλή της Pizza Hut, που έκαναν διάσημη ο πρόεδρος Gorbachev, ο αγαπημένος μου πολιτικός όταν ήμουν 6 χρονών, αλλά και η Pamela Anderson αργότερα (η πρώτη σταρ της οποίας διέρρευσε "ερωτική κασέτα" με προσωπικές στιγμές).
Το city plaza στην άνω Γλυφάδα ήταν μάλλον από τα τελευταία "συνοικιακά" εμπορικά καταστήματα του 1990, πριν η ιδέα εγκαταλειφθεί πλήρως, μέχρι την αναβίωση των νέου τύπου, αποκεντρωμένα malls σε συνδυασμό με τα village cinemas, που ήταν πιο κοντά στην Αμερικανική αισθητική.
👽

Φρίμπα

 


Η παλιά δημοτική Αγορά (Κρεοπωλείο Εγκαταλελειμμένο στη Θήβα)


Ένα παλιό κρεοπωλείο λίγο παρακάτω από τη δημοτική αγορά της πόλης. Η οποία κάποτε έσφυζε από ζωή, ήταν το εμπορικό κέντρο όλης της θηβαϊκής επαρχίας. Παρόμοια εγκατάλειψη συναντάμε και σε άλλες πόλεις, όπως η Χαλκίδα ή το Άργος. Θετική όμως είναι η εικόνα που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια, τόσο στη Θεσσαλονίκη, όσο και στην Αθήνα, με τις στοές να αναβιώνουν. 



Στις αγορές των πόλεων, διαχρονικά

αναμιγνύονται προσωπικότητες από όλες τις τάξεις, ενώ οι γύρω δρόμοι γίνονται στέκια. Εκεί καλύπτονται ανάγκες περαιτέρω κοινωνικοποίησης, πέρα από τα όρια των καθημερινών εμπορικών συναλλαγών. 


Σε κάθε στενό που κάποτε απλώνονταν η δημοτική αγορά κάθε πόλης, υπάρχουν απίθανες ιστορίες, που περιμένουν να ανακαλυφθούν. 

Η μαγεία του αστικού τοπίου βρίσκεται κι εκεί, στις σκουριασμένες ταμπέλες και τα σιδερένια στέγαστρα, τις ξεχασμένες βιτρίνες και τους ξεθωριασμένους τοίχους.

 

Γενιές ανθρώπων από το '50 ως το '80, εμπόρων, αγροτών, νοικοκύρηδων και περιθωριακών, πολιτσιμάνων και κουτσαβάκηδων, συνωστίστηκαν ανάμεσα σε πάγκους λαχανικών και γύρω γύρω ζωντανά κοτόπουλα, χασάπικα και ιχθυοπώλες, δίπλα σε τεκέδες και καφενεία. 

🐤


"Ψύλλος" ο πιο καλός μου φίλος

Ένας μικρός είναι θησαυρός

Ο γάτος μας ο αδέσποτος 

Του δίνω συνεχώς μεζέδες 

Μα αυτός μου λέει χάδια φέρε 

Φεύγουμε και μας περιμένει

Και ποντικούς για δώρα φέρνει 

Σαν καθαρίζω την αυλή 




Η πόλη τη νύχτα

Η πόλη τη νύχτα, με θέα ψηλά, απέραντη σαν θερινό σινεμά, παρέες στα βράχια, στα αμάξια φιλιά, μπύρες και γάρα, ταινίες ρομάνς. 

Γαλάζιες αποχρώσεις

Τι ουρανός είναι αυτός και πάλι

Όσα κι αν έχεις φίλτρα να του βάλεις 

Δεν περιγράφεται 

Δεν σκεπάζεται αυτό το όνειρο 

Με τις γαλάζιες αποχρώσεις και τον βυθό τον άνισο 

Για κάτι τέτοιες συννεφιές ζούμε 






Σπασμένα Ρόδια


 

Το χάος πέρα από το μπλέ

 



Εγκαταλελειμμένο σπίτι οδός Ταϋγέτου


Πόσα ψωμιά ζυμώθηκαν τα πρωινά, πόσα ψάρια τηγάνησε μια γιαγιά τα αυγουστιάτικα απογεύματα; 

Πόσα παιδιά ξεβγάλθηκαν από το αλάτι, στην αυλή, με εκείνο το κλασικό, το πράσινο, το λάστιχο;

Πόσες γειτόνισσες να ήπιανε τούρκικο καφέ, στη βεράντα με τα φερ φορζε; 

Ποια οικογένεια να έζησε εδώ; Από που να ήρθαν κι από που να έφυγαν; 

Άραγε να πέθαναν όλοι, να ήταν πολύ γέροι; Ποιος μπορεί να έφυγε πρώτος; 

Είχα την αίσθηση πως ο τελευταίος ένοικος ήταν άνδρας. 

Πόσο κόπο έκανε μέχρι να ολοκληρώσει το σπίτι αυτό, πρέπει να το ξεκίνησε κάπου στο 60, να μην άλλαξε τίποτα ως τα τέλη του 90 που το εγκατέλειψε. 

Τα πλακάκια του μπάνιου ήταν όλα ξεχωριστά σχέδια, κάτι από δω, κάτι από κει, ήταν διόροφο, με δύο μπάνια, το ένα εξωτερικό. Έμοιαζε να χτίστηκε τμηματικά, λίγο λίγο όπως οι διακοπές. 

Κάθε φορά επιστρέφεις στο εξοχικό, μέχρι να το αφήσεις για πάντα..

Τα ερείπια...

 


Τα ερείπια κρύβουν πάντα μια ιστορία 

Τυχαία, μαγική, αδιάφορη αλλά κουβαλάνε μια ιστορία, μικρή ή μεγάλη. 

Κάποιοι έζησαν εκεί, τα φρόντισαν, όπως έκαναν ή δεν έκαναν με τις ψυχές τους, που τώρα βρίσκονται κάπου αλλού, είναι και δεν είναι, σαν μνημεία ταφικά μέσα στην πόλη, περιμένοντας να αναστηθούν, ή παραμένοντας εκεί για κάποια λύση, ή για να ζεσταίνουν μιαν ανάμνηση. 

🏚️

Υποδοχή Σεπτέμβρη στην Αθήνα

 


Ένα κοκτέιλ καρπούζι 🍉 στο χέρι

Μια μακαρονάδα με γαρίδες, στολισμένη με μύδια

Ένα νεοκλασικό σπίτι πίσω από την παραλία, που ο κόσμος αρνείται να αφήσει. Με μια γιαγιά που βλέπει ειδήσεις και ένα συνταξιούχο ναυτικό, να ποτίζει στον κήπο τα λουλούδια. 

Κι ένα φεγγάρι 🌒 λίγο πριν τη γέμιση, να παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον ήλιο, που βυθίζεται, είναι κι αυτό το καλοκαίρι πριν το τέλος του, σε μια Αθήνα που ξανά μας υποδέχεται. 

🌅

Στοιχειωμένο στη δεκαετία του 90

Σαλαμίνα -Σελίνια

 Τη δεκαετία του '90 στη τηλεόραση κυριαρχούσαν ρεπορτάζ για Σατανισμό σε εγκαταλελειμμένα, για ιστορίες γύρω από το σεξ, εκείνο που οι ευυπόληπτοι πολίτες θεωρούσαν ανώμαλο, για τοξικομανείς και άστεγους που έβρισκαν καταφύγιο σε σημεία, όπως π.χ. κάτω από την πλατεία Ομονοίας, πολύ πριν ξεκινήσουν τα έργα του μετροπόντικα...

Οι αστικοί μύθοι όμως ξεπέρασαν και τα προάστια, αναγκαίοι για να τρέφουν τη φαντασία των θεοσεβούμενων μικροαστών, στους οποίους τα ίδια τους τα παιδιά και ενίοτε η μοίρα έστησαν φάρσες, παίζοντας με τα κρυφά τους πάθη...

"Πατάτες τηγανητές με αυγουλάκι" από το Καραβόσταμο


Τόπος καταγωγής

Χωριό, διακοπές

Σήμα κατατεθέν. 

Πατάτες τηγανητές και αυγουλάκι απευθείας από το κοτέτσι του παππού, πλέον του θείου. 

Έχετε δοκιμάσει πατάτες που τηγανίζονται κάτω απ'τη φωτιά, με ξύλα μαζεμένα με τα χέρια, από κάτω απ'το χωράφι; Που μάλιστα είναι γεμάτο με ταμπουράδες. Κάτι γλυκές, ξεθωριασμένου πορτοκαλί, κολοκύθες, που δεν μοιάζουν καθόλου με τις Αμερικάνικες, σε υπερμεγέθη σχήματα πράσινου κολοκυθιού. 

Πόσες αναμνήσεις χωράνε σε ενα κεφάλι, που επιμένει να τις αναβιώνει, όχι επειδή αισθάνεται την ανάγκη να ανήκει κάπου, αλλά επειδή υπακούει σε ένα φυσικό κάλεσμα. Ανίκητο όπως οι παραδόσεις. 


Το εξοχικό είναι ευλογία, μα συνδυάζεται και με κατάρα. Όσα θα πλήρωνες για ένα ξενοδοχείο καταλήγεις να τα δίνεις στη συντήρηση, για το μέρος που επισκέπτεσαι μια φορά το χρόνο. Μα αν δεν το κάνεις σου κοστίζει κι αλλιώς. Ψυχολογικά δηλαδή. Ακούς μετά ιστορίες από κείνους που κατάφεραν να πάνε, ζηλεύεις κι ας μην έμαθες τίποτα το ιδιαίτερο. Κι αν έγινε κάτι φοβερό, το έχεις ήδη ξαναζήσει κι εσύ. Όπως για παράδειγμα τα Διονυσιακά πανηγύρια, που όμοιά τους δεν θα βρείς σε κανένα άλλο μέρος στην Ελλάδα. Ένα ηλιοβασίλεμα πολύ πιο μαγικό, από εκείνο που φημίζεται η Σαντορίνη. Τριγύρω πράσινη, άγρια ομορφιά, το μόνο που κατάφερε να τη δαμάσει ήταν πετρόχτιστα σπιτάκια, κρυμμένα από τους πειρατές. 


Πόσο λυπηρό ακούγεται, σε κάποιον σαν εμένα, να απαντούν στην ερώτηση "από που είσαι", το "δεν είμαι από κάπου". Σοκ! Δεν έχεις χωριό; Δεν έχεις σόι; Εγώ στην #ikaria κάθε χρόνο ανακαλύπτω κι από ένα καινούργιο συγγενή. Μια ολόκληρη οροσειρά από ξαδέρφια. 


Ακόμα κι αν υπάρχουν στιγμές που ως παιδί της πόλης δυσκολεύεσαι στην επαρχία, γιατί οι κάτοικοι σου φαίνονται ακατανόητοι, οι γείτονες ίσως συχνά ανυπόφοροι. Μα ούτε εσύ είσαι τελικά ντόπιος στην πόλη σου, έχοντας μάλλον υιοθετήσει αυτά τα κακά, που στους άλλους διακρίνεις, αλλά δεν υποπτεύεσαι ο ίδιος πως τα έχεις, οπότε και η πρωτεύουσα με τα ρολόγια της, τα προγράμματά της, σε τυραννά και τυραννιέται. 


Είναι εντελώς διαφορετικό το συναίσθημα του να κάθεσαι, να αράζεις κάπου έξω σε ένα πέτρινο πεζούλι, που το αισθάνεσαι τόσο γνώριμο, τόσο δικό σου, τόσο ασφαλές. 

Ασύγκριτο!

🤎

#ikariagram #villagelife

Σκυλόψαρα, δίχτυα και πεταλίδες


  Η ψαρίλα είναι αφόρητη μυρωδιά, αλλά όταν έχεις ήδη περιμένει σχεδόν ένα χρόνο για να βρεθείς σε μια εξοχική παραλία, την απολαμβάνεις ευχάριστα. 

Στο λιμανάκι του χωριού που τα δίχτυα μένανε καιρό σε στοίβες, αν πλησίαζε κανείς άμαθος του ερχότανε λιποθυμία από τη βρώμα. 


Στο χωριό το καΐκι έφερνε πότε πότε και σκυλόψαρα, μεγάλη ατραξιόν για μεγάλους και κυρίως τα παιδιά, που το αντιμετώπιζαν σαν δεινόσαυρο από το διάστημα. Κρεμασμένο σε κοινή θέα, επηρεασμένοι κάποιοι από την κινηματογραφική επιτυχία "τα σαγόνια του καρχαρία", σκέφτονταν χαιρέκακα <<ποιος γελάει τώρα ε;>>


Κάποιοι μεγάλωσαν πλάι στη θάλασσα, είχανε πατέρα ναυτικό και τους έφερνε αστακούς, ή τις πρώτες μπανάνες, αφού μέχρι τα μέσα του '80 δεν υπήρχαν στην Ελλάδα. Άλλοι γεννήθηκαν μέσα της, όπως η Ariel και η Ursula της Disney, ή ο aquaman των αμερικανικών κόμιξ, που το Hollywood μετέτρεψε σε μια επιτυχημένη ταινία. Ο όρος blockbuster χρησιμοποιούνταν στις ΗΠΑ από το 1940, περιγράφοντας τις πανίσχυρες βόμβες RAF, που μπορούσαν να διαλύσουν ολόκληρες γειτονιές, με κόσμο αρκετό δηλαδή για να γεμίσει και μια αίθουσα cinema.

Όσοι μεγάλωσαν κοντά στη θάλασσα έλκονται από μύθους, όπως εκείνοι της Μέδουσας και της Ατλαντίδας. 


Θαυμάζω εκείνους που γνωρίζουν να ξεχωρίζουν εύκολα το καλαμάρι από το θράψαλο, ή το πως να μαζεύουν αχινούς, αντί να προσέχουν πως να αποφύγουν να τους πατήσουν. Οι βρώσιμοι διακρίνονται, λένε, από ανοιχτό μαύρο προς καφετί χρώμα, έχουν κολλημένα πάνω τους μικροσκοπικά οστρακοειδή και πέτρες, που θυμίζουν ζάρια. 


Οι πεταλίδες κολλάνε στα βράχια που σκαρφαλώνω, περιμένοντας μια θεία Αμερικάνα, που τα αδέρφια της φωνάζουν χαϊδευτικά "καπετάνιο", να τις ξεκολλήσει με ένα μικρό μαχαίρι, δίνοντας στο ανίψι της λεμόνι για να στύψει από πάνω, πριν προλάβει να τις ρουφήξει ζωντανές. 

🛥️

Για ούζα στο Αιγαίο


Λίγο πριν το σούρουπο είναι μια ιδανική ώρα, να απολαύσεις το απέραντο μιας ήρεμης θάλασσας. Παρέα με μεζέδες κι ένα περιοδικό. 

Μπροστά στο τόσο μπλέ και βεραμάν και γκρίζο, ταιριάζει μονάχα ούζο. 

Ο καφές είναι μόνο για το πρωί, μα όσους και να πιεις σε τούτο δω το μέρος, δεν σε ξυπνάνε!

Θέλεις να χουζουρεύεις σαν γατούλης, τρίβοντας την ουρά σου γύρω από τα πόδια περαστικών. 

Ακόμη και σε καιρούς με φουρτούνα και μπουρίνια, πάλι η ενέργεια του νησιού είναι μοναδική. Μαζί με την άγρια φύση και τα λιγοστά σπιτάκια, με τα φθαρμένα παραθυρόφυλλα και τα οξειδωμένα κάγκελα, η χαλάρωση, που προσφέρει η Ικαρία, είναι ευεργετική.

Για μια χώρα γεμάτη νήσους και διαφιλονικούμενα χωρικά ύδατα, ο καθένας θα έπρεπε να έχει το καΐκι του, το μικρό του κότερο, να κόβει βόλτες στο Αιγαίο, όπως με το αμάξι του, να βγάζει δίπλωμα ναυτικό από τα 18. Να ταξιδεύει, χοροπηδώντας, από νησί σε νησί, μέχρι το Καστελόριζο. Αλλά όχι, πρέπει να θεωρείσαι κροίσος για να έχεις βάρκα, να πληρώνεις κερατιάτικα τα κέρατά σου στην εφορία, για να βλέπεις κυρίως ρημαγμένες μαρίνες, που ανήκουν στην εκκλησία. 



Το καρτοτηλέφωνο στην πλατεία

Η ρουτίνα κάθε καλοκαιριού ήταν ίδια. 

Μετά τη θάλασσα για τους μικρούς είχε καρουζέλ στην ΕΡΤ, μπαρμπούνια τηγανητά, μεσημεριάτικο ύπνο. Για κάποιους ξεκούραση από τα χωράφια, ενώ για άλλους ήταν τάβλι και φραπές, στο καφέ, που ήταν χτισμένο σε ένα πελώριο βράχο πάνω από τη θάλασσα. Το βράδυ σερβίριζε αμερικάνικα, μπέργκερ με πατάτες, μαζί με κέτσαπ που έπρεπε να ζουλήξεις το κόκκινο, κυλινδρικό, σωληνάριο και να το χτυπάς πάνω κάτω για να βγεί. Είχε και πίτσα, αυτή την επαρχιώτικη συνταγή, πάνω στο τσίγκινο ταψί. Τα κοκτέιλ έρχονταν με αυτή τη κινέζικη, ξύλινη, ομπρελίτσα, ενώ τα παγωτά γαρνίρονταν με τη κλασική σαντιγύ και αυτό το απαράδεκτο, γυαλιστερό, κερασάκι.

Οι μεθυσμένοι εκνεύριζαν τη Μαρία, που έφτιαχνε τα τοστ, πάντα σε μακρόστενα αφράτα ψωμάκια, αφού συχνά έπρεπε να επαναλαμβάνει, ακόμα και παραπάνω από τρεις φορές πως δεν είχε τυροσαλάτα! 

"Ωραία" έλεγαν, το σκέφτονταν λίγο, ξύνοντας το μέτωπο κατσουφιασμένοι, <<τότε βάλε μου τυρί, ζαμπόν, ντομάτα, τυροσαλάτα>>, <<Εεε σορυ, τυροκαυτερή είπες έχει;>> 

Στο μοναδικό θάλαμο τηλεφώνου που είχε η πλατεία, κάποιοι έβρισκαν τηλεκάρτες, για τη συλλογή τους, εκείνες που άφηναν οι φαντάροι ή οι μετανάστες από Ανατολικό μπλοκ. 

Ξενοδοχείο Παρθένων

Θερμά Λουτρά Ικαρίας

Κάθε χρόνο αφήνω πίσω πράγματα, ανεξερεύνητα, για να επιστρέφω πάντα, ξέροντας πως έχω ακόμα κάτι καινούργιο να ανακαλύψω. 

Διασχίζοντας πάνω σε δύο ρόδες τον αμαξωτό, η αίσθηση ελευθερίας μοιάζει πάντα μεγαλύτερη, αν κι αυτό προσφέρεται σε αφθονία εδώ στην Ικαριά. 

Στην άκρη των ματιών μου μαγνητίζονται, αναπάντεχα, εικόνες που δεν είχα ξαναδεί, σημεία που περιμένουν να αποκαλυφθούν.
Μονοπάτια μυστικά που οδηγούν σε άγνωστα ξωκλήσια, χτισμένα σε πλαγιές προστατευμένα από τους πειρατές. 

Στις στροφές παραμονεύουν οι αέρηδες, εκεί που ξεπηδούν τράγοι από το πουθενά, καμαρωτοί κι αγέρωχοι κοιτώντας πάνω από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. 

Οι σκιές από τις ανεμογεννήτριες θυμίζουν δράκους, οι προπέλες τους κοστίζουν ψευδαισθήσεις. Σαν πτεροδάκτυλοι που κάνουν κύκλους στον αέρα, γύρω γύρω πάνω από τα ανυποψίαστα θυράματα. 

Ενα καταπράσινο φαράγγι, ανάμεσα στις κορυφές των βουνών το άπειρο, τυλιγμένο με αιθαλομίχλη.
Σαν να αλείφει ο ουρανός σύννεφα πάνω στη θάλασσα.
🏞️

Τα Ανεξερεύνητα

 

Κάθε χρόνο αφήνω πίσω πράγματα, ανεξερεύνητα, για να επιστρέφω πάντα, ξέροντας πως έχω ακόμα κάτι καινούργιο να ανακαλύψω. 


Διασχίζοντας πάνω σε δύο ρόδες τον αμαξωτό, η αίσθηση ελευθερίας μοιάζει πάντα μεγαλύτερη, αν κι αυτό προσφέρεται σε αφθονία εδώ στην Ικαριά. 

Στην άκρη των ματιών μου μαγνητίζονται, αναπάντεχα, εικόνες που δεν είχα ξαναδεί, σημεία που περιμένουν να αποκαλυφθούν.

Μονοπάτια μυστικά που οδηγούν σε άγνωστα ξωκλήσια, χτισμένα σε πλαγιές προστατευμένα από τους πειρατές. 

Στις στροφές παραμονεύουν οι αέρηδες, εκεί που ξεπηδούν τράγοι από το πουθενά, καμαρωτοί κι αγέρωχοι κοιτώντας πάνω από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. 

Οι σκιές από τις ανεμογεννήτριες θυμίζουν δράκους, οι προπέλες τους κοστίζουν ψευδαισθήσεις. Σαν πτεροδάκτυλοι που κάνουν κύκλους στον αέρα, γύρω γύρω πάνω από τα ανυποψίαστα θυράματα. 

Ενα καταπράσινο φαράγγι, ανάμεσα στις κορυφές των βουνών το άπειρο, τυλιγμένο με αιθαλομίχλη.

Σαν να αλείφει ο ουρανός σύννεφα πάνω στη θάλασσα.

🏞️

Πιξελαρισμένες αναμνήσεις

Κάθε βράδυ βρίσκονταν παρκαρισμένα μια ντουζίνα μηχανάκια, απέξω από το αναψυκτήριο, άλλος με το παπί κι άλλος με τη Yamaha, συζητώντας για μοτορ κρος. Έπαιρναν δυό ξυλάκια ο καθένας, αλλά η μερίδα πατάτες ήταν η σπεσιαλιτέ. Η σύζυγος του αφεντικού ήταν ξένη, η Αννέτ, μαζί της είχε φέρει και συνταγές. Κάθε παρέα έπρεπε οπωσδήποτε να σταματήσει και για μια δική της τηγανιά πατάτες, που προηγουμένως της άφηνε στο νερό, έτσι βγαίναν τραγανές, καλύτερες και από εκείνες των McDonald's. Που βέβαια το '80 εδώ κανείς δεν τα ήξερε, σε αντίθεση με το Βελιγράδι. 

Κρατώντας μερικά μπουκάλια μπύρες σε μια σακούλα, μη βιοδιασπώμενη, που κάποιοι μάλιστα τις άνοιγαν με τα δόντια, γκάζοναν στις ανηφόρες, μέχρι να βρεθούν σε εκείνο το σημείο που η θέα ήταν καλύτερη. Μαζεύονταν γύρω από την εκκλησία, πίσω της ένα ξέφωτο που όποιοι το περπατούσανε παρέα, καρφώνονταν στους υπόλοιπους. Έτσι διαδίδονταν τα νέα της εβδομάδας. Ο Μήτσος κι η Μαίρη που-ποιος-πως. Οι παπάδες βρίζαν τα κωλόπαιδα γιατί κανένα τους δεν μάζευε αποφάγια. Τα πρωινά της Κυριακής οι συγγενείς των νυχτερινών επισκεπτών, συναντούσαν τα απομεινάρια στα οποία χαλούσαν τα παιδιά το χαρτζιλίκι τους. Ήθελαν και οι μικρότεροι να βγαίνουν, να μένουν ως αργά τη νύχτα στην πλατεία, ταΐζοντας με δραχμές εκείνες τις αμερικάνικες μηχανές ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Έριχναν τα κέρματα, το ένα μετά το άλλο, εκείνα τα χρυσά κατοστάρικα με τη μορφή του Μεγαλέξανδρου πίσω, συνεχώς τσακώνονταν, θύμιζε πρωτάθλημα το ποιό παιδί θα καταφέρει να σπάσει το ρεκόρ του προηγούμενου, ώστε να εμφανιστεί το δικό του όνομα γραμμένο στην οθόνη, με πιξελαρισμένα γράμματα. Τα πρώτα γκρικλις. 

Έπιαναν τόσο χώρο, προκαλώντας τέτοια ηχορύπανση σε συνδυασμό με τις φωνές, που οι γειτόνισσες έφτασαν σε σημείο να πάθουν επιληψία οι ίδιες, ακόμα κι αν βρίσκονταν μέσα στο σπίτι τους. 

<<Απαγορεύεται να βγεις το βράδυ, κυκλοφορούν βουρβούλακες>>, ενώ μια άλλη προσπάθεια αποτροπής να επισκεφτούν οι μικρότεροι τα φλιπεράκια ήταν το <<ας πάει στο διάτανο αν σου φανιστεί να πας κι εσύ σε αυτά τα πράγματα, εκεί συχνάζουν μόνο κάτι αλήτες, με την ακτινοβολία που έχει θα σταματήσει να μεγαλώνει το πουλάκι σου!>>

Αχλάδι Καπνιστό

Παραλία Κεραμέ Άγιος Κήρυκας Ικαρίας

Βγαίνοντας στον κήπο το πρωί στα ρουθούνια μου εισέβαλε μια περίεργη μυρωδιά διαφορετική. Ήταν έντονη και ξεχώριζε από εκείνη τη συνηθισμένη, όταν καίνε στο ξυλόφουρνο. Δεν έμοιαζε με τη γλυκιά οσμή που συναντάς στο χωριό. 

Νιφάδες διαφανείς έπεφταν γύρω μου, ακουμπώντας απαλά στο χώμα, στις γλάστρες, μα στα μαξιλάρια από καραβόπανο άφηναν σημάδια από κάρβουνο, σαν αναποδογυρισμένο τασάκι. 

Έφυγα για το λιμάνι, διασχίζοντας με φορτωμένο αμάξι, μια παράξενη ομίχλη. 

Περπατούσα παρατηρώντας γύρω μου, ψάχνοντας για λεπτομέρειες, με την απορία για την παράξενη αίσθηση ανησυχίας, που απέπνεε η ατμόσφαιρα. Ένα πούπουλο από φτερό κολλημένο στο καυτό οδόστρωμα.


Η επόμενη μέρα με βρήκε κουρασμένο, από το ολονύκτιο καθάρισμα του εξοχικού, που κάθε χρόνο η ευλογία του συναγωνίζεται κι από μια νέα κατάρα. Ένα σεμεδάκι καλύπτει την ηχορύπανση που παράγει η τηλεόραση, από το σαλόνι.

"Πολιτική προσαρμογή" λέει ένας τίτλος. "Δημοφιλές συμπλήρωμα διατροφής αυξάνει την ανεκτικότητα", βρήκαν οι επιστήμονες. 


Το καλοκαίρι έχει γεύση αχλαδιού, δύσκολα να υιοθετηθεί μια πρόταση όπως αυτή που ακούστηκε με τρόμο, για αποδοχή του καπνιστού λέει και στα παραθαλάσσια, εκτός από τα ορεινά, που βεβαίως εκεί ταιριάζουν με τα χιονισμένα. 


Η πολιτική είναι σαν τα κουβαδάκια που παίζουν τα μωρά, γεμίζουν άμμο και πηγαινοφέρνουν νερό με τον κουβά, από τη μια άκρη στην άλλη. Κάνουν πως μαγειρεύουν, πιάνοντας ένα βότσαλο που το βαφτίζουν πιπεριά, ένα άλλο μεγαλύτερο το βλέπουν ως ντομάτα, γύρω γύρω το τυρί είναι η άμμος η ψιλότερη, που περεχύνουν στο ανάμεσα και έτσι φτιάχνουν πίτσα. 

Στο τέλος ξεχνάνε και τα πλαστικά τους φτυάρια, να τα βρει το επόμενο παιδάκι, που θα πάει να σκάψει λάκκο στην ακρογιαλιά.

🌇

Summer 1991 TomBow drawing


Γιατί η επιμονή στο παρελθόν σήμερα όπως μέσα από την αναβίωση της μόδας, τόσο στο στυλ όσο και σε ευρείας αποδοχής πλατφόρμες όπως το Netflix, των #80s & #90s, μοιάζει να γίνεται αναγκαία και ενώ προωθείται από τους παλιότερους, ακολουθείται άνετα και με ευχαρίστηση, εξίσου και από τις νέες γενιές; 

Γίνεται αποδεκτή η τάση να επανέρχονται παλιές σειρές ή τα remake ταινιών, που αγαπήθηκαν, συντελώντας δυναμικά στη διαμόρφωση της κοινής κουλτούρας.

Οι ρευστοί καιροί προκαλούν αναστάτωση στο άτομο, οδηγώντας στο αίσθημα του εφήμερου, γι'αυτό και η τέχνη προσανατολίζεται στη νοσταλγία. 

Επειδή η ταυτότητα βασίζεται στη διάρκεια, γι'αυτό και δίνεται έμφαση στην επιστροφή παλαιότερων αισθητικών.

Έτσι το άτομο ανακουφίζεται γύρω από την αναζήτηση και την επαναπροσαρμογή μέσα στους κύκλους της ιστορίας, ακολουθώντας τάσεις που προσδιόρισαν τον προηγούμενο αιώνα. 

Επανεφευρίσκει το άτομο τον εαυτό του, μέσα σε ένα πλαίσιο, που ενώ αλλάζει, διατηρεί έντονα στοιχεία του παρελθόντος, που βέβαια ωραιοποιείται και προσφέρει την αίσθηση της διαχρονικότητας, καθώς η δυτική κοινωνία οδηγείται σε ένα αβέβαιο μέλλον. 

🍹🌴

Καλέ Σύκα!

Καραβόσταμο Ικαρία '21

 <<Καλέ σύκα!>> 

Θα βλέπουμε δέντρο και θα το φωτογραφίζουμε. 

Η Ομόνοια είχε τους ανθρώπους της, το καθεστώς τους έδιωχνε κι αυτούς, όπως και τα δέντρα. Κι έστηνε στη θέση τους ανεμιστήρες. Να μη λερώνουν τα παπούτσια.

Τα φρούτα τα κακομούτσουνα τα πέταγαν πίσω από καφάσια, έπρεπε όλα να είναι λεία, με τέλειο σχήμα, ειδαλλιώς δεν παρουσιάζονταν. Μα λίγοι κατάλαβαν πως τα γευστικότερα, ήταν  τα ζαβά, τα παρεκκλίνοντα, τα καθαρότερα κι ας φαίνονταν σκουλικιασμένα, μισοτρυπημένα από πουλιά, που τώρα πέφτανε σαν αστραπές στη θάλασσα. 


Με ένα ξερό σύκο και μια κουταλιά λάδι, στην Ικαρία επιβίωσαν στην κατοχή, όσοι προλάβαιναν και δεν κατέληγαν να πέφτουν, στο άκυρο, νεκροί μπρος στη πλατεία. 

Αν δεν τα μαζεύεις πέφτουν σάπια στην αυλή και λερώνουν, σαν κολλούν στην γκρίζα πλάκα. 

Στην αγορά πωλούνται ως λιχουδιά πολυτελή. Αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα θα απλώνω το χέρι να τα φτάνω.


Πως οι γονείς όταν χάνουν τα παιδιά τους, εκεί που εύχονταν να μην υπήρχαν, γιατί δεν γίναν όπως τα φαντάζονταν, μα δε μπορούσαν να σκεφτούν χωρίς αυτά πως θα 'ναι. 

Όλοι αλλιώς τα λογάριαζαν. 

Οι συκιές είναι αυθάδικες. 

Φυτρώνουν μέχρι και στις τούρκικες τουαλέτες του στρατού. Στις πέτρινες στέγες των σπιτιών.

Καίγονται δίπλα στα χωράφια, μαζί με τα εξοχικά, που ένα λάστιχο στη βεράντα τι να κάνει; Μπορεί να κατάβρεξε κορμιά μεγάλα και μικρά κάθε καλοκαίρι, μετά το μπάνιο, το μεσημεριανό, να δημιούργησε χιλιάδες αναμνήσεις. 


Ο καημός του καθενός μεταφράζεται αλλιώς. 

Η ευλογία κι η κατάρα ζούνε στην ίδια πολυκατοικία. 

🫐

Η ενηλικίωση στην Ηλιακτή

Σαλαμίνα Ηλιακτή

Όσο είναι κανείς νέος γυρνά με ένα σακίδιο, πάνω σε ένα μηχανάκι, να τον ψήνει ο ήλιος και ανέχεται ο πισινός του να πονά από τα τραντάγματα, για όση ώρα οδηγεί σε δρόμους κακοτράχαλους, γεμάτους με λακούβες, καθώς το αδύναμο αμορτισέρ πηγαίνει πάνω κάτω. 

Όταν μεγαλώσει πια, γεμάτος εμπειρίες, επιλέγει πιο σοφά, να ξυπνά με θέα τη θάλασσα, αρνούμενος τον κόσμο. Κακομαθαίνει στη γλυκιά του βαρεμάρα. Ποτίζει τα λουλούδια και τηγανίζει ψάρια.

Ο μπαμπάς του Γιαννάκη, όσο ήτανε μικρός, τον φόρτωνε στη βάρκα, σε ειδικά διαμορφωμένη θέση, μαζί με τον πρώτο και τελευταίο του μεγάλο έρωτα, τη γυναίκα του την Τίνα, το βάζανε για τα ανοιχτά, ρίχνοντας παραγάδι. Ο Γιαννάκης ήταν χαρούμενο μωρό και πονηρό, όταν τύχαινε ένα ψάρι κι αστόχιζε να πέσει κατευθείαν στον κουβά, όπως σπαρτάραγε το γράπωνε ο μικρός και με τα δυό του παχουλά χεράκια, φώναζε με ενθουσιασμό <<μαμ μαμ!>>. Ήταν ικανός να τα φάει ζωντανά, ακριβώς όπως έκανε δηλαδή και με τους ανθρώπους, αργότερα κατά την ενηλικίωση. 

Ο μπάρμπα Σιδερής από την αλλη, έχει γνωρίσει γεύσεις πολύ ιδιαίτερες, όπως οι κάκτοι που από τον καύσωνα έχουνε κι αυτοί ζαρώσει, μα συνεχίζουνε να βγάζουν ζουμερά φραγκόσυκα και να στολίζουνε το δρόμο από το λόφο ως την ακρογιαλιά.  


Νυμφοπάζαρο & Μιξ Γκριλ

Πλατεία Αγίου Γεωργίου


Καθήσαμε στην κεντρική πλατεία, λιγοστός φοιτητόκοσμος, μα σίγουρα μακράν καλύτερα από τη μιζέρια, που θα λύγιζε και τον πιο αδιάφορο, που έχει επικρατήσει "κατά κράτος" Σάββατο βράδυ Γκάζι.
Παράγγειλα μερίδα μιξ γκριλ, με λογιών λογιών ανθρώπους να προσπερνούν κι εμείς να σχολιάζουμε <<μα τι της βρήκε-τι του βρήκε;>>. Ύστερα βρεθήκαμε τυχαία με το θίασο της παράστασης που είχαμε  παρακολουθήσει την προηγούμενη, αρχαία κωμωδία ή δράμα, δεν ήμουν σίγουρος, φυσικά και γοητεύτηκα από όλους, από κοντά αποφάσισα τελικά πως είχανε φοβερό ταλέντο!

Φαντάζομαι σε όσους επιστρέφουν από Γκράντε έξοδο βραδυνή, ότι η ανακούφιση κρατάει λίγο. Αμέσως μετά πρέπει να ξεντυθείς, ή ακόμα χειρότερα να πλυθείς κιόλας! Όταν εσύ το μόνο που θες, πέρα από το να είχες ήδη διακτινιστεί, είναι να σκορπίσεις, οτιδήποτε φέρεις, ατάκτως, να βυθιστείς στον καναπέ, δίχως να ξανασηκωθείς ως την επόμενη.
Μικρός έστηνα για ώρες το κάστρο των Playmobil, ύστερα παρίστανα πως ερχόταν κάποια καταστροφή...

Το να κοιτάς το ταβάνι για ώρες, είναι οι πραγματικές διακοπές. Η αποχαύνωση λυτρώνει.

Πως θα βγάλεις το τζιν, που από τον ιδρώτα, τόση ώρα στην κουφόβραση κι έτσι στενά που σε αναγκάζει η μόδα να τα φοράς, δεν ξεκολλάνε από τη γάμπα και τα μπατζάκια απ' τον αστράγαλο;
Είναι φοβερό το πως οι άνθρωποι στολίζονται με ιεροτελεστία, μα όταν επιστρέφουν σπίτι, θυμίζουνε γουρούνια μέσ'τη στάνη.
Έχω αποφασίσει πλέον να βάζω πάντα, όπου κι αν πάω, τα καλά μου, όπως η Μελίνα που δεν δίσταζε να φορέσει τα μαργαριτάρια της και τα ωραία τα ταγέρ της, όταν κατέβαινε υποψήφια Πειραιά, περιδιαβαίνοντας τα Καμίνια και το Κερατσίνι. Θεωρούσε πως δεν ήταν έντιμο να το παίζει ταπεινή, εξηγώντας στο ντοκιμαντέρ"η μηχανή του χρόνου", θυμάμαι κάτι τύπου (σε ελεύθερη απόδοση): <<ξέρουν ποια είμαι, δεν θα το παίξω φτωχοκακομοίρα, αυτή θα ήταν η πραγματική προσβολή απέναντί τους. Εγώ αντίθετα στολίζομαι ακριβώς γιατί τους σέβομαι, για να τους τιμήσω>>.

Εγώ πάλι επειδή γνωρίζω πως πρέπει να ξεχάσουμε τη διασκέδαση όπως τη γνωρίζαμε ως τώρα. Αποχαιρέτα το clubbing που χάνεις.. Ε λοιπόν μωρή τα πλήρωσα και θα τα φοράω τα γαμημένα, με τουαλέτα θα πηγαίνω τουαλέτα, άλλωστε ποτέ δεν έμεινα στη ντουλάπα!
🍸

Μια οικογένεια στην παραλία τα 90s

 

Στην παραλία σύχναζε κάθε καρυδιάς καρύδι, που πετούσε τα τσόφλια του στην αμμουδιά, λιπαίνοντας το χώμα που οι χελώνες έφταναν να αφήσουνε τα αυγά τους. Μια γριά είχε στήσει αντίσκηνο λίγο πιο πέρα, κάνοντας μπαμ από μακριά. Ήταν από εκείνες που ψήνονται από τις αρχές του Μάη, σε σημείο που έφτανε το κρέας να ξεκολλάει από το κόκαλο, στα τέλη του Οκτώβρη. Σάπια σαν τα ζαρζαβατικά, εκείνα που μένουν πίσω μετά τη λαϊκή. 


Η φωνή ενός μπαμπά ακούστηκε <<του χρόνου θα πάμε όλοι μαζί Ικαρία!>>. Συνεχίζοντας σκηνοθετούσε αστεία για τη παρέα βάζοντας το γιό του να πετάει χαριτωμένα, ερωταπαντήσεις σφαιρικών γνώσεων όπως <<Νικολάκη ποιος είναι ο αγαπημένος σου πολιτικός;>>, βγάζοντας μπουρμπουλίθρες παριστάνοντας το δελφίνι, όπως του είχαν μάθει, <<ο Γκορμπατσόφ!>> απαντούσε όλο καμάρι ο μικρός. 

Δύο κυρίες, η μια με κίτρινο σκουφάκι με λουλούδια και η άλλη με καπέλο Ολυμπιακών αγώνων, μισοβυθισμένες έριχναν το θαλασσινό νερό στα κρεμασμένα σα ζελέ μπράτσα τους, προκειμένου να αποφύγουν τη καρδιακή προσβολή, ερχόμενες σε απευθείας επαφή με τα παγωμένα ύδατα. Όσο παραδίπλα δυό ενοχλητικοί ρακετοκρούστες μπαινόβγαιναν στα ρηχά, αναζητώντας το μπαλάκι που τους έλειπε, υποδηλώνοντας τη γενικότερη αστοχία τους στη ζωή. 

Από πάνω μια παρέα στρωμένη στο τάβλι, τα ζάρια χόρευαν κλακέτες με τα πούλια. Βρεγμένα στο τασάκι μισοτσίγαρα, γλυκό φραπέ με γάλα, τουαλέτες κατειλημμένες, βρωμούσαν τσίκνα, σαν τις τούρκικες που είχαμε στο δημοτικό. 

<<Κυριάκο τη ντομάτα σου!>> φώναζε μια μαμά στο πιτσιρίκι, έτοιμο για ηλίαση, κρατώντας στα χέρια μια κονσέρβα ζαμπόν swan, που είχε μόλις ανοίξει. Εκείνη τη περίοδο η γεύση ήτανε μια που όλοι τρώγαν με μανία. 

Τα διακοποδάνεια ήρθανε λίγο αργότερα.

A story about Avi Taranto

His parents home..

There was a time in my life, I went to live in Tel Aviv, because I thought it was the best thing in the world, since I was in love. 

But this guy was such an unbearable piece of something (very hard to define it). Even though my nose grew longer and my penis started to look like a circumsized one, I wasn't Jewish enough for him! I wasn't American enough for him, but I was more like a Texan and too Israeli! Can you believe it?


So he broke up with that Greek one, cos he was too Loud... (im using the third tense refering to my own self, cos that's what paranoid people do...)

A greek boy perfectly adapted to the hard boiling  Israeli culture... Too good to be true! 


However now, he is sending me old pics of mine, like this one, asking me why im not cute and kind anymore! 

Can you believe his nerve? (Read that with a Very English accent)

Broke my heart, took my soul to Hades (at least I 've met my maker) made happiness an unreachable place (well as his dad said:"grass is always greener on the other side!")


But i finally managed to take my revenge, I stood on my two feet, (even though i broke my left one and stayed on bed for more than a month-thank god now I walk again) and you know what people? 

Finally his mom, came to a point and said to him 

<<He was good, you should have keep that one!>>


He finally gets it now! After all these horrible experiences with pretentious guys he met. And if not my looks, (Im definitely better now and my nose got Christian again) at least now he recognises my amazing dynamic personality, a very rare case, ask any doctor! My mouth is always honest and if not my tongue, then my face expressions always are! 

He appreciates now, that we are apart, my multiple annoying educational questions, as well as my unique sarcastic sense of humour, my spicy yet devastating insults (for those with low self esteem). 

I was such a delight, a real edutainment! 

Now he knows, but he lives in NYC. SUCKER!

A place where rich people live on the basement, while the actual living room fully furnished with expensive antiques is full of dust, and the artbooks upon the table are still on the same spot, a person left them three years ago!


Bitch I'm #Madonna

Νόμπελ στα ελληνόχρωμα μπουκλάκια μω


Πρώτη και τελευταία φορά Ελύτη διάβασα στο τρένο για Θεσσαλονίκη. Ταξιδεύαμε μαζί με την Άννα, που με είχε έγνοια, πως να μάθω να εναρμονίζω μέσα μου τα χρώματα, όταν εκατομμύρια χρόνια, αυτή τη μάχη τη δίνει η αυγή και το ηλιοβασίλεμα;

 Είπε η τρελή η canndyblue@blogspot.com να με μυήσει στη γενιά του 30. Μάταια όμως, δεν καταλάβαινα Χριστό από τις γεωμετρίες ανάμεσα στον ήλιο και τη Γρεκιά τη θάλασσα, για τα οποία τιμήθηκε με Νόμπελ. 

Η κοριτσοσόβαρη φίλη μου έκανε καλές προσπάθειες να μου μεταφράσει, τι ήθελε να πει ο ποιητής. 

Μα ως "ανυπομόνεος" για να εισπνεύσω την ατμόσφαιρα εκείνης της Ωνασικής εποχής, αρκούσαν οι χρυσοφοίνικες της Μερκούρη. 

  Ωραία τα νιωθε η Νοbelαλήτρα του Αιγαίου, άσωτος από τη μέθη του καλοκαιριού, ακούει την μΠαναγιά να τραγουδά, μέσα από ένα αιμάτινο κοχύλι.

 Εγώ όμως τη θάλασσα, πες και λόγω του ζωδίου, την έπινα, 12 ώρες στο βυθισμένο Σαμίνα, χρόνια. 

 Την καλή τη θάλαττα όμως, όχι αυτή που σε σκυλοψαρεύει, σου κατσαρώνει η αλμύρα το μαλλί στο μπανγκαλόου, όχι σε καμιά ξύλινη βάρκα, ανάμεσα μας δίχτυα να βρωμάς ψαρίλα, μήτε γοργόνες δε πλησιάζουνε μετά. Αλλά μιλώ για κείνη της αστακομακαρονάδας φυσικά.

Ψάχνοντας στην ποίηση για σουβενίρ, μεταξύ Επιτάφιου κι Ανάστασης, ανακάλυψα τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. 

  Οι Ντιντήδες κι οι Νταήδες, και οι Ντάηκς ως καμπίστες, την ελιά, τον βασιλιά, το λιβάνι ή την παπάρα, το λευκό το παραθύρι και του έρωτος το λιοπύρι, κουβαλάν γεννιώντας μέσα τους. Τα ανταλλάζουν σαν πετράδια, τις νύχτες που μυρίζει γιασεμί, το χώμα το νωπό, στο σοκάκι το κρυφό, το ντυμένο από κισσό, της ηδονής.

Το βαθύ μπλεŭ του ουρανού, το μπορντό του ουρανίσκου, τα κερνάνε σε εκκλησίες που οι σκάλες βάφονται με τάματα και έχουν στρώσει μονοπάτια από πεσμένα φύλλα ιβίσκου. 

Στη ταράτσα που αράζουν και αστερισμούς κοιτάζουν, την αυλή με δύο γάτες, που τα πεύκα τη σκεπάζουν. Κουτάκια από μπύρες, σφηνωμένα σε πεζούλια, σκουριασμένες άγκυρες ονείρων, όσα μοιράστηκαν, χρυσοπράσινα πλοκάμια ιστορίες. 


Ωραία τα λέει λοιπόν κι ο κύριος Ελύτης, που μιλά για τη δική του καθενός αφθονία. Τον φιλοσοφημένο άρχοντα, οργώνοντας υπαίθρους με ιστιοπλοϊκό, γευόμενος το αλάτι των καημών, ανθρώπων ταπεινών, ώσπου να 'πα τσις Κάννες.

🧜

#Merman

Διαβάζοντας κωλοφυλλάδες στην παραλία

Δεν υπάρχει τίποτα πιο εκνευριστικό από τα υπολείμματα που σφηνώνονται στα δόντια. Όπως το ποπ κορν, που στο θερινό κινηματογράφο προχθές, εκεί απέναντι από την παραλία με την ωραία neon επιγραφή, προσπαθούσα να καθαρίσω τη πίσω πλευρά με το καλαμάκι της κόκα κόλα. 

Άκουσα για μια φυλή εξωτική, που δεν πλένονται ποτέ, ούτε βουρτσίζουν δόντια. Παραδόξως φαίνεται, λέγανε οι επιστήμονες που τους μελέτησαν, πως και υγιή ούλα έχουνε, αλλά και δεν βρωμάνε όπως εμείς.

Ο Γιάννης καθισμένος μπροστά στον υπολογιστή που έχει κουβαλήσει από την Αθήνα-με πρωταρχικό σκοπό φυσικά, να την αφήσει για τρεις μέρες πίσω του, διαβάζει στα κλεφτά εφημερίδα, αναμένοντας ένα δικτυακό meeting.

<<Καλέ στη βόρεια Ευρώπη πλημμύρισαν, της πουτάνας έγινε>> τον ακούω να σχολιάζει διαβάζοντας, απορώ στα φωναχτά τι απέγινε το κράτος εις τας Ευρώπας, που δούλευε ρολόι; 

-Ναι φοβερό σύστημα η Βρυξέλλα! Στη Κίνα να δεις. 

-Όχι στις Βρυξέλλες παιδί μου, στη Γερμανία πέθανε κόσμος!

-Εδώ μωρή στη Μύκονο σκάσανε οι βόθροι-ανακοινώθηκε νέο λοκ ντάουν!

-System of a down η φάση.

Να δεις που η επανάσταση από τη Μύκονο θα αρχίσει.

-Τώρα θα την ακούσουν στερεοφωνικά...

-Αγάπη τους αξίζει ο,τι και να πάθουν εκεί κάτω! 

-Θα την ανοίξουνε γιατί οι πελούσιοι θα λυσσάξουν, οι επόμενες εκλογές είναι με απλή αναλογική. Τι τέρατα θα δούμε πάλι.

-Ναι αλλά οι Γερμανοί, όπως είπε κάπου ένας γαλάζιος βουλευτής, πληρώνουν για τις αμαρτίες τους! 

-Οι Κινέζοι γιατί πληρώνουν;

-Που τρώγαν παγκολίνους!

Σχολιάζει η τρίτη φαρμακόγλωσσα της παρέας, καθώς σκρολάρει στην οθόνη συνολάκια που ψήνει να αγοράσει, σε μια κινέζικη εφαρμογή. 

-Σε πόσες περιοχές του πολιτισμένου κόσμου πνίγηκαν στο σκατό τους φέτος;

-Αντε σηκωθείτε να παμε θάλασσα

-Ναι αλλά όχι κάπου μακριά, με κούρασαν οι διαδρομές, θέλω να κάτσω με τις θειάδες, να πιω τον καφέ μου.

Πέφτει το μάτι σε μια άλλη κωλοφυλλάδα <<χωρίζει ο Κικίλιας με τη Τζένη>>, γιατί πότε τα είχαν διερωτήθηκα, όταν μόλις χθές σε μια παρέα συζητούσαν για το συγκλονιστικό, σου λέει, διαζύγιο της Δέσποινας Βανδή με τον Νικολαΐδη, ο οποίος λέγανε είχε βαρύνει τόσο που δεν σηκωνόταν από τον καναπέ καιρό τώρα, άσε που δεν τα βρίσκανε και πολιτικά πια, γιατί είχε παραγίνει δεξιός! Λέγανε..

Καλοκαιρινές φαντασιώσεις

Πρώτη φορά με τόση ζέστη, διαρκή, έχω τέτοια όρεξη και τρώω ασταμάτητα. 

Η αλήθεια είναι πως σκεφτόμουν διάφορα. Δεν ήξερα αν έτρωγα επειδή ήμουν χαρούμενος, ή αν έτρωγα τα συναισθήματά μου ή αν έτσι ασυναίσθητα κατεύναζα τις ορμές μου. Μου πρότειναν να κάνω ψυχανάλυση, μπας και το διαπιστώσω, αλλά κρίνοντας από άλλους γύρω γύρω, που τα σκάνε από καιρό για να τα λένε, σε έναν άκυρο, δεν με πείθουν τα αποτελέσματα! 

Επέλεξα κι εγώ να συνεχίσω αυτό που κάνω, πιστεύοντας δηλαδή πως και λιγότερο ζημιογόνο είναι για τσέπη μου και πιο καλά τα λέω και μου τα λένε, κερνώντας μια μπύρα φίλους, κυρίως αυτούς που λατρεύουν να με μισούν!

Όσοι ενοχλούνται που τους θυμίζω τι συμβαίνει στην Αθήνα-όταν φεύγουμε τριήμερο, είναι εκείνοι που τα κρύβουν κάτω απ'το χαλί, τα ανέχονται, τα μαζεύουν και με το καιρό ξεσπούν τοιουτοτρόπως. Αναγνωρίζω βέβαια πως η αναμόχλευση στα ίδια και τα ίδια είναι τοξική, όσο κι η μόχλευση στις διεθνείς χρηματαγορές.

Βέβαια δεν φτάνει ένα τριήμερο για να ξεφύγεις από έναν σύντροφο π.χ. που έχει βρει τη καραμέλα 🍬 να τα σπάει όποτε του τη δώσει, γιατί οι γονείς του ήτανε χωριάτες. Κάποια στιγμή πρέπει και οι ίδιοι να καταστούμε υπεύθυνοι της ενηλικίωσής μας. 

Στη Πάτρα το μεγάλο σούπερ μάρκετ δεν είχε έτοιμα ζεστά γεύματα και στην ενοχλητική μάλλον για αυτούς ερώτηση <<μα στην Αθήνα έχει!>> οι υπάλληλοι κοιτούσαν απορημένοι το φίλο μου κι εκείνος απορώντας τους υπαλλήλους...

Τελικά το βρήκαμε αλλού, πλακώθηκα στις σφολιάτες και μέχρι να βραδιάσει έδειχνα σαν έγγυος. Δεν πτοήθηκα όμως, μετά τη παραλία μου είχε ανοίξει η όρεξη, τι να σου κάνουν τα τσιπς με γεύση "τσορίθο" και κάτι μπύρες "μάμος" που φέρνουν κατούρημα. Όταν μάλιστα δίπλα σου γίνεται πανδαιμόνιο. Είχε αδειάσει η παραλία και μια παρέα, που για όποιον δεν έχει πρόβλημα στα μάτια κανένα, θα έβλεπε έκπληκτος πως γυρνούσαν live τσόντα στην αμμουδιά, ζητώντας φαίνεται και θεατές, για να 'χουνε μάλλον να αφηγούνται και αυτοί και εμείς ιστορίες, προκαλώντας τις αναμενόμενες καλοκαιρινές αναμνήσεις και νέες επαναλαμβανόμενες φαντασιώσεις. 

"Πάρε ο,τι θέλεις"


 "Πάρε ο,τι θέλεις"


Δεν έβλεπα την ώρα να ξυπνήσουν κι οι υπόλοιποι, να κατέβουμε για μπάνιο με τα στρώματα και τις σαμπρέλες. Τη βάρκα την είχαμε παρατημένη από καιρό. Κανείς δεν χρειαζόταν πλέον να ψαρεύει.

Από το μισάνοιχτο παράθυρο ακούγεται μια ενοχλητική φωνή, σαν να τρίζει πόρτα, θυμίζει μουεζίνη. Βγαίνω στο μπαλκόνι μπας και ξεχωρίσω καλύτερα τι ακούγεται από τον τηλεβόα. Καταφέρνω να πιάσω τη φράση <<3,5€ το κιλό>>, ένα μίνιβαν που ο οδηγός του τραβάει τις καταλήξεις στο τέλος, σαν να ακούς παλιατζή, μόνο που το δικό του μοιάζει με κλάμα. Μια σειρά αυτοκίνητα έχουν κολλήσει πίσω του. Κάποτε, στη δεκαετία του '80 δηλαδή, περνούσε και γαλατάς από δω, όπως και γυρολόγος. Ένα Datsun με κουκούλα, πουλώντας κυρίως είδη σπιτιού κι ό,τι άλλο μπορούσες να φανταστείς. Αναστάτωνε για χρόνια τις επαρχιακές γειτονιές, παρέχοντας όμως και μεγάλες ευκολίες για τα δεδομένα του "όλα τα κομφόρ" εκείνης της περιόδου. 

Ήταν υπερφορτωμένο έτσι που ήταν σαν τριώροφο, θυμίζοντας τα γνωστά καρτούν στη τηλεόραση, που ένα μικρό αμαξάκι στη βάση του, πήγαινε κούτσα-κούτσα, με την εξάτμιση να μπουμπουνίζει αφήνοντας σύννεφα καπνού, την πραμάτεια δεμένη γύρω γύρω με καραβόπανο, που σε κάθε στροφή έγερνε τόσο που έπεφτε πίσω κι από κάτι...

Γουρουνοπούλα στο Κιάτο


Κάθε καλοκαίρι αυτή η διαδρομή προς Δερβένι Ξυλόκαστρο κλπ αποτελεί ιεροτελεστία. 

Κάτι σαν την Ιερά οδό για μένα προς γαστρονομικά μυστήρια. 

Αν δεν έχεις σταματήσει στο Κιάτο για Γουρουνοπουλα, δεν ξέρεις τι θα πει καλό φαγητό.

Χοληστερίνη στα ύψη κι άγιος ο θεός. 

Τζατζίκι για να μην ανέβει η πίεση, από την έκσταση, η απόλαυση με αυτή εδώ (αν δεν είσαι χορτοφάγος) είναι ανώτερη, από ναρκωτικό, από σεξ, από μια νίκη στο euro ή τη Eurovision. Μεγαλύτερη κι από την ηδονή να δεις το αντίπαλη παράταξη να χάνει τις εκλογές ξέρω γω..

Ασβεστοκάμινος στην παλιά εθνική


Ασβεστοκάμινος στην Κακιά Σκάλα, κοντά στη Γέφυρα, λίγο μετά το ξενοδοχείο Κοκκίνης, που έβρισκαν καταφύγιο κυρίως παράνομα ζευγαράκια, υπάρχει στα δεξιά στο ρεύμα προς Ίσθμια, μια εγκαταλελειμμένη εγκατάσταση που υπολογίζω πως ξεκίνησε τέλη του 1890 και διακόπηκε η λειτουργία της γύρω στο 1960. Φαίνεται να λειτουργούσε σε δύο περιόδους, αφού το παλαιότερο τμήμα αποτελείται από πέτρα, ενώ το δεύτερο φαίνεται χτισμένο πολύ αργότερα, είναι από τσιμέντο. 

Η περιοχή της παλιάς εθνικής οδού έχει μεγάλη, συνεχόμενη ιστορία, από την εποχή του μυθικού Θησέα, μέχρι την παρακμή της, λόγω της επιλογής της προς εγκατάσταση των πετρελαϊκών εργοστασίων. 

Η εσάνς της εποχής των 60s όμως παραμένει στα κινηματογραφικά τοπία, που εύκολα παρατηρεί κι ο κάθε ανυποψίαστος καθώς τη διασχίζεδιασχίζει.

Hotel Acropolis


 Random #hotel in #Corinth

🏨

Αποφασίζοντας λίγο πριν τη καραντίνα να κατέβουμε Κόρινθο με σκοπό να καταθέσει γρηγορότερα μια αίτηση ο φίλος μου ο Αλέξανδρος, βρεθήκαμε σε αυτό το καλτ ξενοδοχείο. 

Το σαλόνι με το μπαρ, δίπλα στη ρεσεψιόν μαρτυρούσε τις καλές εποχές που έζησε το '70. Αυθεντικό ρετρό, έχοντας παραμείνει η διακόσμηση απαράλλαχτη, εδώ και δεκαετίες. Ήμασταν τρεις κι ο ρεσεψιονίστ ήθελε να μας χρεώσει παραπάνω το δωμάτιο με το τσιμεντένιο διπλό κρεβάτι, γιατί είχε κι ένα ακόμη έξτρα ξύλινο, όπως και τα υπόλοιπα σάπια έπιπλα που κοσμούσαν το χώρο. 

Δεν τα κατάφερε όμως, μια γιατί εγώ τσαμπουκαλεύτηκα, μια γιατί τον ξεγελάσαμε πως ο ένας θα έφευγε, επειδή τάχα μου ήταν ντόπιος. Αν ήθελε κανείς να εισπνεύσει την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, τα 35€ ήταν αρκετά γι'αυτό το μουσταρδοκαφετί διαμαντάκι, που φιλοξενούνταν κάτι θείτσες θεούσες, νταλικέρηδες και παράνομα ζευγάρια. 

Στη περιοχή του ισθμού υπήρχαν πολλά μαγαζιά, τουριστικά κι εστιατόρια, που την περίοδο των #60s άνθιζαν. Σήμερα είναι διάχυτη η παρακμή, αλλά το άρωμα παραμένει, μάλιστα η πανδημία ίσως τελικά και να βοήθησε, αφού αρχίζει να γίνεται εντονότερο...

Τότε δεν είχε ανοίξει ακόμα η νέα εθνική οδός, έτσι ο μόνος δρόμος ήταν η παλιά διαδρομή, από τους Αγίους Θεοδώρους μέχρι το Κιάτο, όποιος αγαπά την ιστορία και την αρχιτεκτονική θα εκτιμήσει βαθιά ένα #roadtrip 

Σε αυτά τα μέρη στέκουν ακόμα τηλεφωνικοί θάλαμοι με κέρμα και πορτοκαλί τηλέφωνα.

Μισοφέγγαρο


 

Στον Ίσκιο...


 

Το Σιδεράδικο


Το ψάρεμα δεν του άρεσε, αν και ζούσανε παραθαλάσσια, από μικρός έδειξε προτίμηση στη σκουριά. Έβλεπε μπουλντόζες και ζητούσε από τον πατέρα του να ανέβει. Μεγαλώνοντας βοηθούσε πότε τον έναν και πότε τον άλλο, καταλήγοντας να γίνει παραπαίδι του σιδερά. 

Σε αυτή τη μάντρα έκρυβε τα βράδια τα ερωτικά του ραντεβουδάκια, δίνοντας την υπόσχεση στο αφεντικό πως θα κοιμάται τάχα μου εκεί για να παραφυλά τη νύχτα, έτσι νόμιζε πως τον ξεγελούσε. 

Έμαθε να μαστορεύει και τον καλούσανε για μερεμέτια στη γειτονιά, μα ήταν με όλους φίλος κι αγαπητός κι έτσι αντί για χαρτζιλίκι, αντάλλαζε τις ώρες εργασίας του με ένα ζεστό πιάτο φαΐ. Κατάφερνε έτσι να μαθαίνει και τα νέα. Όσοι του είχαν υποχρέωση θυμούνταν, όποιος ζητούσε μάστορα ή κηπουρό ακόμα, τον στέλνανε στα εξοχικά. 

Κάποιες φορές για να κερδίσει βέβαια, επικαλούνταν κι αυτός το αφεντικό, <<τόσο κοστίζει ο σωλήνας κυρα Τασία μου, ανωτέρα βια>>. Ήταν κι αυτές οι πάστες που κοστίζανε, στο ζαχαροπλαστείο, όχι πως είχε καμία αδυναμία, για τις κοπέλες πήγαινε, τους θερινούς μήνες έρχονταν πολλές μαζί με τους γονείς τους. 

Οι επισκέπτες ήταν πολλοί που αποζητούσαν την απόδραση από το κλεινόν άστυ, φτάνανε μέχρι το Λαύριο, που τα δωμάτια νοικιάζονταν όπως όπως κοψοκώλικα, ακόμα κι αν είχαν μέσα κρεβάτι από άχυρο και μπάνιο μοιραζόμενο έξω στην αυλή. 

Περνούσανε τα χρόνια κι η μάντρα μεγάλωνε, όπως κι οι εμπειρίες του νεαρού, γύρω από το σιδεράδικο, που παραδίπλα λειτουργούσε φυτώριο, για το οποίο κατασκεύαζαν και σκαλιστήρια. Έτσι τα βράδια ξέμενε στη μάντρα, που τις μεγάλωνε τις καμάρες, κουμπώνοντας ο,τι περίσσευε, όπως σιδερένιες ταμπέλες, κάνοντας καλαμπούρι με τη "λουξ παράγκα". Νερό τραβούσαν από τη παράνομη γεώτρηση. Σε ένα δωματιάκι, που κοίταζε το δρόμο, παρατηρούσε μέσα από τη ξύλινη τζαμαρία που είχε αποσπαστεί από μια παλιά ταβέρνα, τα αυτοκίνητα των Αθηναίων να καταφτάνουν. Τα μεσημέρια το αφεντικό του άραζε στην αυλή, που είχε βγάλει μια τηλεόραση και την άφηνε να παίζει, όσο εκείνος διάβαζε εφημερίδες, που τις έβρισκε από εκείνους που ξεχνούσαν, φεύγοντας από το καφενείο. Τάιζε και μια γατούλα, που μερικές φορές την έβρισκε στη κάμαρα, αδυνατώντας να τη διώξει, την άφηνε εκεί και του 'κανε παρέα, μέχρι που μια μέρα γύρισε και ανακάλυψε πως η γωνιά, δίπλα το κρεβάτι του, είχε καταστεί μαιευτήριο. 

<<Πάω να ταΐσω τα γατάκια, αφού σ'αρέσουν έλα να τα δεις, μήπως κι αποφασίσεις να πάρεις κανένα μαζί σου πίσω στην Αθήνα>>. Όλο και κάποια κοπελίτσα θα σκέπαζε το μπικίνι της, ακολουθώντας τον στη μάντρα, μετά τη παραλία, εκεί όπου μαζεύονταν η νεολαία, πίνοντας μπύρες. 

-Τι δουλειά κάνεις

-Έχω μεταλλουργίο! 

Ωραία λέξη, ακούγονταν σημαντική, τουλάχιστον για εκείνον, που τώρα πια ήταν ο ίδιος που καθόταν στην αυλή κι είχε τη τηλεόραση να παίζει...

Λευκός Λαβύρινθος

Στέκει καμπουριαστός

Το βλέμμα του χαμένο

Συναντιούνται μαζί του εκατοντάδες μάτια στο ίδιο κενό

Με δύο σακούλες στο χέρι κι

ένα μπαστούνι, ο κλασικός συνοδός. 

Ψάχνει στη τσέπη του δεξιά ή αριστερή, το κινητό του, να νιώσει σιγουριά. 


Περίμενε υπομονετικά, ήρθε η σειρά του

Χρειάστηκε δεύτερο νούμερο

Ξεχάστηκε, ύστερα και τρίτο.

Τριγύρω του άνθρωποι σαστισμένοι, αρπάζουν όσα νούμερα μπορούν 

Γραπώνονται από μανίκια και τους γλιστρούνε κόλλες, κάποιες λευκές, άλλες γεμάτες μαύρο μελάνι, λερώνονται τα δάχτυλά τους

Πηγαινοέρχονται γεμάτοι άγχος 

Μια Βαβυλωνία.


"Φύγετε"! φωνάζει επιτακτικά η τραυματιοφορέας

Χρειάστηκε και δεύτερη και τρίτη

Κάποιος χτύπησε 

Κανένας δεν μπορεί να περιμένει

Κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτα

Ζητάνε μάσκες τρομαγμένοι

Οι μάσκες τελείωσαν

Μπρος δρόμο!

Όσοι φοβούνται που θα καταλήξουν, τυχαίνουν εκεί το συντομότερο 


Μονάχα ο παππούς αγέρωχος

Προχωρά στο λαβύρινθο 

Εξερευνά απορημένος, διαδρόμους γκρίζους 

σωρός οι απελπισμένοι, αναζητούν μια αίθουσα που μοιάζει με το υπερπέραν

Σκέφτεται τα εργαλεία που άφησε στο αμάξι. Το πρωί θα πιάσει απ'την αρχή τον κήπο που άφησε χθές μισό.

Αγωνίες


 Το πρόσωπο φθαρμένο απο το κρύο

Τα δάχτυλα μοιάζουν με λεπρού

απο το ξεφλούδισμα

Τα ποδια πρησμένα σε σημείο να μην χωράνε τα παπούτσια

"Πάλι δεν πρόλαβα τίποτα"

Μονολογεί

Οχι που ο θάνατος πλησιάζει

Μα που δεν πρόφτασε να κάμει τις δουλειές του σπιτιού

Με τέτοιες αγωνίες έζησε.

Τί άλλαξε;


 

A fairy (Pandemic)tale


You Only know fairytales with always a happy ending, but history of humanity in bloodshed is neverending 

No prince has come to liberate a country or a princess, no love of heart will ever come before a king's real interest

From Byzantines to Visigoths the blood has flood the rivers, nobody is enough secure from death or any other illness.

 

If you are Rich who knows a witch 

And you write poems like Edgar 

There's a chance that if you are a boy 

To get in the future Pregnant

But don't be a fool there is no cure 

For royalties nor servants 

No matter what the crown belongs 

to a virus phantom menace!