Το Σιδεράδικο


Το ψάρεμα δεν του άρεσε, αν και ζούσανε παραθαλάσσια, από μικρός έδειξε προτίμηση στη σκουριά. Έβλεπε μπουλντόζες και ζητούσε από τον πατέρα του να ανέβει. Μεγαλώνοντας βοηθούσε πότε τον έναν και πότε τον άλλο, καταλήγοντας να γίνει παραπαίδι του σιδερά. 

Σε αυτή τη μάντρα έκρυβε τα βράδια τα ερωτικά του ραντεβουδάκια, δίνοντας την υπόσχεση στο αφεντικό πως θα κοιμάται τάχα μου εκεί για να παραφυλά τη νύχτα, έτσι νόμιζε πως τον ξεγελούσε. 

Έμαθε να μαστορεύει και τον καλούσανε για μερεμέτια στη γειτονιά, μα ήταν με όλους φίλος κι αγαπητός κι έτσι αντί για χαρτζιλίκι, αντάλλαζε τις ώρες εργασίας του με ένα ζεστό πιάτο φαΐ. Κατάφερνε έτσι να μαθαίνει και τα νέα. Όσοι του είχαν υποχρέωση θυμούνταν, όποιος ζητούσε μάστορα ή κηπουρό ακόμα, τον στέλνανε στα εξοχικά. 

Κάποιες φορές για να κερδίσει βέβαια, επικαλούνταν κι αυτός το αφεντικό, <<τόσο κοστίζει ο σωλήνας κυρα Τασία μου, ανωτέρα βια>>. Ήταν κι αυτές οι πάστες που κοστίζανε, στο ζαχαροπλαστείο, όχι πως είχε καμία αδυναμία, για τις κοπέλες πήγαινε, τους θερινούς μήνες έρχονταν πολλές μαζί με τους γονείς τους. 

Οι επισκέπτες ήταν πολλοί που αποζητούσαν την απόδραση από το κλεινόν άστυ, φτάνανε μέχρι το Λαύριο, που τα δωμάτια νοικιάζονταν όπως όπως κοψοκώλικα, ακόμα κι αν είχαν μέσα κρεβάτι από άχυρο και μπάνιο μοιραζόμενο έξω στην αυλή. 

Περνούσανε τα χρόνια κι η μάντρα μεγάλωνε, όπως κι οι εμπειρίες του νεαρού, γύρω από το σιδεράδικο, που παραδίπλα λειτουργούσε φυτώριο, για το οποίο κατασκεύαζαν και σκαλιστήρια. Έτσι τα βράδια ξέμενε στη μάντρα, που τις μεγάλωνε τις καμάρες, κουμπώνοντας ο,τι περίσσευε, όπως σιδερένιες ταμπέλες, κάνοντας καλαμπούρι με τη "λουξ παράγκα". Νερό τραβούσαν από τη παράνομη γεώτρηση. Σε ένα δωματιάκι, που κοίταζε το δρόμο, παρατηρούσε μέσα από τη ξύλινη τζαμαρία που είχε αποσπαστεί από μια παλιά ταβέρνα, τα αυτοκίνητα των Αθηναίων να καταφτάνουν. Τα μεσημέρια το αφεντικό του άραζε στην αυλή, που είχε βγάλει μια τηλεόραση και την άφηνε να παίζει, όσο εκείνος διάβαζε εφημερίδες, που τις έβρισκε από εκείνους που ξεχνούσαν, φεύγοντας από το καφενείο. Τάιζε και μια γατούλα, που μερικές φορές την έβρισκε στη κάμαρα, αδυνατώντας να τη διώξει, την άφηνε εκεί και του 'κανε παρέα, μέχρι που μια μέρα γύρισε και ανακάλυψε πως η γωνιά, δίπλα το κρεβάτι του, είχε καταστεί μαιευτήριο. 

<<Πάω να ταΐσω τα γατάκια, αφού σ'αρέσουν έλα να τα δεις, μήπως κι αποφασίσεις να πάρεις κανένα μαζί σου πίσω στην Αθήνα>>. Όλο και κάποια κοπελίτσα θα σκέπαζε το μπικίνι της, ακολουθώντας τον στη μάντρα, μετά τη παραλία, εκεί όπου μαζεύονταν η νεολαία, πίνοντας μπύρες. 

-Τι δουλειά κάνεις

-Έχω μεταλλουργίο! 

Ωραία λέξη, ακούγονταν σημαντική, τουλάχιστον για εκείνον, που τώρα πια ήταν ο ίδιος που καθόταν στην αυλή κι είχε τη τηλεόραση να παίζει...