Αιθαλομίχλη πλανάται πάνω από τον ουρανό της Ευρώπης

Η πόλη άρχισε να μπαίνει σε γιορτινή ατμόσφαιρα. Άρωμα ψημένου καφέ κι ας είναι μόλις έξι, έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Τα ανθοπωλεία στολίζουν τις πρώτες γλάστρες με αλεξανδρινό, ενώ τα μανάβικα έχουν απλώσει καφάσια με καρύδια και κάστανα. Αιθαλομίχλη η καρκινογόνος, προσφέρει σε αντάλλαγμα ζεστασιά και θαλπωρή, τόσο απαραίτητη σε ένα χειμώνα, που καταφτάνει αμείλικτος. 

Πόσο κοστίζει η ηρεμία που αναζητά ο πολίτης, περιμένοντας την ανοιξιάτικη κάλπη να γεννήσει ησυχία; 

Δεν είναι φάρσα η απειλή πυρηνικού ολέθρου που πλανάται, ξέγνοιαστη σαν έλκηθρο, όχι μόνο πάνω από την Ευρώπη. Η μυρωδιά απ'τις καμινάδες, μας καθοδηγεί σε καταφύγια, πίσω από βαριές μεταλλικές πόρτες που οδηγούν σε γεύσεις νέες, ασιατικές. Στο εσωτερικό τους, πάνω στα ψυχρά πράσινα γυαλιστερά πλακάκια, έχουν κρεμασμένες, εκτός από τη λέξη "ελπίδα" σε επιγραφή με neon, κάδρα με αφίσες, διάσημων ταινιών, από εκείνη τη δεκαετία που έφερνε το τέλος του ψυχρού πολέμου.

Ανάμεσα σε μια καθημερινότητα Pulp Fiction και μια δυστοπία στην έρημο του Mad Max, ποιο μέλλον μας ανήκει;

Ηλιοβασίλεμα στο Αιγαίο

Ο ουρανός μοιάζει να κρατά πίσω από τους ώμους τη σημαία υπερηφάνειας, μα δίχως πια την κούραση του Άτλα. Έξι κύριες αποχρώσεις στη σωστή σειρά, με τέλειες ευθείες, με τα χρωματικά τους στρωμένα ξεκάθαρα, τόσο αρμονικά η μια πίσω από την άλλη. 

Μοιάζει με σκηνικό ταινίας που τρύπησε τυχαία στα γυρίσματα, σαν πορτοκαλί ρουφήχτρα που καταπίνει τον γαλαξία.

Παρατηρώ μια μια τις αποχρώσεις, τόσο έντονες και ξεχωριστές, γύρω από τον ήλιο που βυθίζεται αργά, σαν φωσφοριζέ μπισκότο σε μια γκριζογάλαζη θάλασσα, ήρεμη σχεδόν, δεύτερη μέρα απ'την πανσέληνο. 

Υπνωτίζομαι κοιτώντας τόσο μακριά, μέσα από το μισάνοιχτο μπλε παραθυρόφυλλο, ξεφλουδισμένο από την αλμύρα. Τρίζει από τα χρόνια καθώς μισοκρατιέται από τους φαγωμένους μεντεσέδες, που έχουνε σκουριάσει χτυπημένοι από τόσες χειμωνιάτικες καταιγίδες. 

Από το μπαλκόνι του τόπου μας το ηλιοβασίλεμα είναι πάντοτε διαφορετικό, πάντοτε όμορφο όπως οι αναμνήσεις των καλοκαιριών που πέρασαν. Όσες δυστυχίες κι αν έφεραν όμως, αυτό που μένει πίσω είναι η ίδια αυτή γαλήνια εικόνα σε ένα γαλάζιο ορίζοντα.


Καθημερινά βασιλεύει, ισότιμα με τους αστερισμούς, μοιράζεται τη θέση του με τους αιώνιους κρατήρες στο πρόσωπο του κρυστάλλινου δορυφόρου μας, καθώς σκεπάζεται δειλά από τα φτερά μιας νυχτερίδας, που φέρνει το σκοτάδι. 


Όποιος στερείται το Αιγαίο, τον ήλιο τον ηλεκτρικό αναζητά παντού, φτιάχνοντας το δικό του πέλαγος.


Παρακολουθώ αυτόν τον ήλιο, που ενέπνευσε τον Ελύτη, με ανυπομονησία για την έκπληξη, κάθε φορά αλλάζει σχήματα απίθανα, καθώς επαναλαμβάνεται η ιστορία, πότε σαν κολοκύθα που σκάει, πότε σαν ποτήρι, πότε σαν αντίο.

🌞

Νέα Ανατολή

 


Όλα είναι σχετικά

Πρέπει να βλέπεις το πράγμα σφαιρικά.

Μες στα χέρια σου κρατάς όλο τον κόσμο.

Δηλαδή το κινητό σου. 

Μια νέα Ανατολή, όσο περίμενες το λουλούδι να ανθίσει, τα περιστέρια πάψαν να πετούν, κυνηγάνε τα πόδια μας και εκβιάζουν για ό,τι πέσει. 

Ένα τιτίβισμα σήμερα και καταστρέφεται κόσμος.

Αδυσώπητη μάχη στην κούρσα του ανταγωνισμού για το θρόνο του ήλιου, μα ο Καίσαρας στέκει γυμνός, χαζεύει κοιτώντας έξω από το παράθυρο, καθώς μαγειρεύει, δοκιμάζοντας μια συνταγή που έγινε viral, μέχρι κι οι ειδήσεις την έπαιξαν. 

Μεγάλη επιτυχία σου λέει, αφού κι εγώ onlyfans σκέφτομαι να κάνω, ο λαός τη θέλει την ποιότητα, την ξεχωρίζει, ειδικά εάν πίνεται. Αυτά ακούει ο κόσμος αυτά θα παίξει κι ο dj. Λες και έχει ιδέα το αφεντικό να του πει τι θα βάλει, Κοντολάζο θα ζητήσει. Τα γκομενάκια πως θα χορέψουνε; Θέλουνε τις μπάτσες τους, διαμάντια και τις μπάμιες τους. 

Από λάθος πλευρά περιμέναμε, σε μαύρα κοντέινερ καταφτάνει η ελπίδα, μες στο λιοπύρι σκάβουν τα τούνελ να μας περάσουν τις γραμμές. Να συντονιστούμε στη νέα συχνότητα, η προηγούμενη ήδη απ'το μιλένιουμ πάλιωσε, ούτε χοντρή δεν βγαίνει πια, πατάς το κουμπί και κολλάει. 

Εχουμε ξεχάσει να ακούμε μουσική, ραπάρουν μονάχα καταγγελίες, στο ίδιο πικάπ και βελόνα να αλλάξεις σε έλλειψη. 

Κοιτώντας από απόσταση


Σπασμένα κοχύλια γρατζουνάνε τις πατούσες, καθώς τρέχεις να κρυφτείς, να απομακρυνθείς από το συνωστισμό, σαν να κάνεις σκανταλιά.

Σαν συνωμότες που ξεφεύγουν, δύο φίλοι που μοιράζονται την ίδια τρέλα.
Σε κάποιο σημείο σκοτεινό, πάνω στα βράχια, θα μοιραστείς μυστικά, κάποιο ένοχο τσιγάρο ή νεανικό φιλί ή και το αντίστροφο.
Κοιτώντας από απόσταση, τους άλλους να χορεύουν, να συνεχίζουν.
Ανάμεσα στα φωτορυθμικά και τις φωνές, ακούς τη δική σου καλύτερα, ξεχωρίζεις τους ήχους από τα ποτήρια, τις μυρωδιές από τα πιάτα με το ψητό καλαμάρι και τον κόσμο να πηγαινοέρχεται.
Συζητάς τόσα που χάνεις την αίσθηση του χρόνου, ύστερα γυρνάς κι αναρωτιέσαι τι έχασες, που πήγαν οι άλλοι;

Από το 1980 ως το σήμερα όλοι αναζητούν αυτή τη φάση. Απεγνωσμένοι, χαλαροί, πότε βαριεστημένοι, πότε στην ένταση.
Πηγαίνεις εκεί που πάνε όλοι, ξεχνώντας ότι παίζεις φρουτάκια στον κουλοχέρη. Προσδοκώντας κάποια ανάσταση νεκρών, φαντάζεσαι πως θα βρεθείς στον Όλυμπο.
Καμία αναδυόμενη Αφροδίτη μέσα από την πυκνή μαύρη θάλασσα, μονάχα ο αφρός μιας μπύρας και μια ανάμνηση ρομαντική, που αλλιώς την περίμενες, αλλά είχε όμορφο πορτοκαλί φεγγάρι.
🌕☄️

Ξεθωριασμένες ετικέτες

Επιστρέφοντας στην πόλη, μια μυρωδιά από φρεσκοκομμένο γρασίδι, μας υποδέχεται πίσω στη γειτονιά. Βόλτες γύρω από τα λευκά πεζοδρόμια, ανάμεσα στις όμορφες κατοικίες που προετοιμάζονται για τη νέα χρονιά. Οι γνώριμες όμως εικόνες δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τόσο εύκολα το καλοκαιρινό εκείνο άρωμα, από τα αντηλιακά και την αλμύρα, πάνω στις μαυρισμένες επιδερμίδες. 

Οι ξεθωριασμένες ετικέτες στα σνακ, που ξέμειναν από τη θερινή σεζόν, θα συνεχίσουν λίγες Κυριακές ακόμα να ξεβάφουν κοιτώντας προς τον φθινοπωρινό ήλιο.

Θα περιμένουν όλα παρά τις μειωμένες τιμές ευκαιρίας, που προσφέρονται, ως τον επόμενο πρώτο καύσωνα, υπομένοντας τις νέες βροχές, που θα ποτίσουν ξανά το χώμα στο πευκόδασος.

Φουσκωτά, αλιγάτορες και καρχαρίες, πορτοκαλί και πράσινες ομπρέλες και ροζ με μπλέ μπρατσάκια, ξεχασμένα όλα πάνω στα θλιβερά τους ράφια, ανήμπορα να αντισταθούν στον απειλητικό χειμώνα που πλησιάζει.

Τα σπίτια που έτρωγε το κύμα

Τα σπίτια που τα έτρωγε το κύμα αντέχανε, παρά τα εκατό χρόνια και βάλε που μετρούσαν οι τοίχοι τους. Ήταν φτιαγμένα από πέτρες, που τις κατέβαζαν από τα βουνά, για χιλιετίες ως τα παράλια, οι ρεματιές. Τοποθετούνταν η μια πάνω στην άλλη με τέτοια ακρίβεια και τόση λεπτοδουλειά που θα ζήλευαν οι καλύτεροι αρχιτέκτονες. Κάποιες σκεπές μάλιστα δεν είχαν αντικατασταθεί με κεραμίδια, αλλά είχαν διατηρηθεί οι πλάκες που είχαν σμιλευτεί από τους προγόνους τους πριν από έναν αιώνα τουλάχιστον.

Μετά το παιχνίδι με τα χρωματιστά κανό και τις σανίδες σερφ, που κάποιοι είχανε μεταφέρει από την Αμερική, έστηναν ξύλα στους πετρόχτιστους φούρνους, μέσα στις αυλές που είχαν φτιάξει οι παππούδες τους. 

Εκεί έψηναν τα ψάρια που είχανε καταφέρει να πιάσουν και μοσχομύριζε το σύμπαν. Άλλοτε έριχναν μέσα σε κάτι παλιά τσίγκινα σκεύη θαλασσινό νερό να κοχλάζει, πετούσαν και μερικά λαχανικά από το μποστάνι που τους χάριζε η γειτόνισσα, κάποια ξαδέρφη μακρινή τους, φτιάχνοντας ψαρόσουπα. 

Έτρωγαν ξαπλωμένοι σε κάτι αιώρες, ή καθισμένοι σε ασπρισμένα από ασβέστη πεζούλια και φθαρμένες πλαστικές καρέκλες, φορώντας ψάθινα καπέλα να τους προστατεύουν όχι από τον ήλιο, αλλά από τις νιφάδες κάτω από τα αλμυρίκια που μαδούσαν με τον άνεμο.


Απόγευμα στο νεκροταφείο


 Ένα απόγευμα ανέβηκα στο νεκροταφείο του χωριού, που παρεμπιπτόντως ένας ζωντανός που γειτονεύει, όντας το πρώτο πράγμα που αντικρίζει από τον έξω κόσμο, κάθε πρωί που ξυπνάει, διαμαρτύρεται... Γιατί αφού πήγε κι έχτισε εκεί απέναντι που ήταν φτηνά, τώρα ξεσηκώνεται και απαιτεί λύση να βρεθεί στο τέλειο πρόβλημά του, να μεταφερθεί αλλού το τοπικό νεκροταφείο, να μην το βλέπει δηλαδή και σκιάζεται, ξέροντας μια μέρα σε τι καταδικάζεται!


Μέχρι να κάνω λίγο έτσι λοιπόν, με το λάστιχο να καθαρίσω, να ανάψω το καντήλι ως συνήθως, τι να δω από δίπλα; 

Έναν λάκκο που είχαν παρατήσει στις προετοιμασίες για τη νέα υποδοχή... Γνώριμες συνήθειες, με τους αργούς ικαριώτικους ρυθμούς. Άλλωστε ποιος να αγχώνεται τώρα και τι τον νοιάζει πια;

Με έπιασε δέος στη θέα του ξεθαμμένων ανθρώπινων οστών. Μέχρι και του διπλανού του τάφου το λιβάνι άναψα. 

Αλλά και που αλλού να έβρισκα έναν σκελετό, τους έχω κάνει έξωση δεκαετίες τώρα από τη ντουλάπα μου.

Ίνες, μέταλλα κι ιχνοστοιχεία γινόμαστε και διαμοιράζονται κύτταρα του dna μας παντού στον κόσμο ξανά και ξανά, σε άλλη μορφή και με άλλη αίσθηση. 

☠️

Τα καραβάνια του καλοκαιριού

 


Καθώς το καράβι πιάνει λιμάνι, η ίδια καλοκαιρινή ιστορία επαναλαμβάνεται. Όμοια με αυτή της ανθρωπότητας. 
Μια εικόνα που κρύβει θλίψη και ταυτόχρονα την ελπίδα. 

Όπως δηλαδή ο κύκλος της ζωής, κάποιοι φεύγουν και άλλοι έρχονται. Ένα ελαφρύ πένθος τυλίγει τις αισθήσεις στη θέα μιας εικόνας αποχαιρετισμού, όλων εκείνων που ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν το νησί.  

Όμως από την άλλη μεριά, προσφέρουν χαρά οι προσδοκίες που δημιουργεί το καινούριο, το άγνωστο, μαζί με εκείνους τους νέους ταξιδιώτες που κατεβαίνουν. 

Δεν ζεις καλοκαίρι αν δεν μπεις σε ένα πλοίο. Πως να το κάνουμε δηλαδή; Απλά δεν είναι το ίδιο!

Μια μικρή διαδήλωση ανυπομονεί να ανοίξει η μπουκαπόρτα από τη μια μεριά και να εισβάλλει, λεηλατώντας το κατάστρωμα. Στην άλλη πλευρά μια σαρανταποδαρούσα από αυτοκίνητα περιμένουν στη σειρά, καθώς μια άλλη βαδίζει σημειωτόν προς την έξοδο. 

Νέοι χαρακτήρες και παλιοί, αφήνουν και γεμίζουν σημάδια. 

Ένα διαρκές καραβάνι, εικόνες διαχρονικές. Ένα αλισβερίσι αναμνήσεων κι εμπειριών, δίνει σχήμα στις διακοπές μας. Το παρατηρώ μέσα από τα ίδια εκείνα ειδικά γυαλιά που φορούσα μικρός για να βλέπω τρισδιάστατα, εκείνους τους δεινόσαυρους από την πρώτη ταινία του Jurassic park, σε μια από τις διάφορες συλλογές της Deagostini, που μαζεύαμε παιδιά και δεν ολοκληρώναμε ποτέ. Ήταν φτιαγμένα από χαρτόνι και ειδική γυαλιστερή διαφάνεια, το ένα μάτι μπλέ και το άλλο κόκκινο, έτσι μπορούσαν να ζωντανεύουν μπροστά σου είδη εξαφανισμένα από χιλιετίες. 

Μυθικά πλάσματα όπως τα όνειρα κάθε καλοκαιριού. 

Όπως οι επιθυμίες που εκπληρώνονταν και στο τέλος οι φόβοι, όλα μαζί μπλέκονταν άλλοτε με τις ανησυχίες και άλλοτε με ικανοποίηση... Μικρά και μεγάλα τέρατα προετοιμάζονται για το χειμώνα, μέχρι να επιστρέψουν να φωτογραφηθούν ξανά μπροστά σε κάποια λίμνη, γεμάτη νοσταλγία και πόθους. Όπως στις αλλόκοτες ιστορίες που περιγράφονται, στα μυθιστορήματα που διαβάζονται στη θάλασσα.

Μεταξύ της ηρεμίας σε μια απομονωμένη παραλία και της περιπέτειας σε ένα πανηγύρι, η μυθική Ικαρία προσφέρει διαχρονικά μια ανεξάντλητη πηγή για μοναδικές στιγμές, ανάμεσα στο ξεφάντωμα και τη χαλάρωση. Κι ας μην αποτελεί μοναδικό ή αξεπέραστο προορισμό.

Από πού είσαι;


Κάθε φορά που ρωτάω κάποιον "από που είσαι;" και μου απαντάει από Αθήνα, με πιάνει θλίψη και απελπισία. 

Μα είναι δυνατόν, ένα σκέτο Αθήνα; Οι γονείς σου από που κατάγονται; 

Δεν έχετε κάπου να πηγαίνετε το καλοκαίρι, το Πάσχα; Έστω σε μια κηδεία να φάτε φρέσκα παραδοσιακά κόλλυβα;

Παίρνω κάτι απαντήσεις που με κάνουν από τη μια να σκέφτομαι θεέ μου τι τυχερός που είμαι, μα από την άλλη λυπάμαι για όλους αυτούς. 

Γιατί εδώ που είμαι εγώ ποτέ δεν θα αναγκαστούμε να πουλήσουμε το εξοχικό, όπως πολλοί εκείνοι που κάθε καλοκαίρι-τη χρυσή δεκαετία του 2000, παραθέριζαν στη Μύκονο και αλλού. Με τη μεγάλη κρίση την πάτησαν. Εδώ ευτυχώς μας έρχονται μονάχα Αμερικάνοι, κανένας Σαουδάραβας δεν πρόκειται να μας εξαγοράσει!


Όποιος θέλει μπορούμε να μοιραστούμε το δικό μου χωριό, να έρθει και να γίνει κι αυτός από εδώ...κι ας είναι η μάνα του από το Δυρράχιο και ο πατέρας του από τη Μικρασία. 

Να μπερδευτεί λιγάκι και το αίμα βρε παιδί μου, όπως μπερδεύονται οι άνθρωποι χορεύοντας τον Ικαριώτικο. 

⛱️

Φανουρόπιτες


Στο χωριό Μάραθο γιορτάζουν τον άγιο, τη νύχτα πριν το μεγάλο πανηγύρι.
Η κοινότητα μοιράζεται σπιτικές φανουρόπιτες, περιμένοντας τον ιερέα να μνημονεύσει στο τέλος της λειτουργίας τα ονόματα των αγαπημένων τους.
Ένα χωριό μυστηριακό, κρυμμένο στο βουνό, πίσω από χιλιάδες πεύκα, κυπαρίσσια και πλατάνια, που θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει σκηνικό για κάποιο θρίλερ του νετφλιξ.

Δύο χρόνια μετά την πανδημία η απελευθέρωση είναι συγκρατημένη.
"Να πάρε μια μάσκα, καθαρή είναι!"
Κοιτάς τη μάσκα κι έχει πάνω ίχνη από μακιγιάζ.
Ένας μπάρμπας βήχει τα εσώψυχά του, ενώ κι ο ένας παπάς την ώρα της λειτουργίας δεν σταματά να φτερνίζεται.
Οι γριές σταυροκοπιούνται, μαζί τους κι εμείς.

Το θρησκευτικό συναίσθημα πίσω στο χωριό παίρνει άλλο νόημα. Ακολουθείται μια ιδιαίτερη παράδοση σε κάθε μέρος ξεχωριστά, ενώνοντας παρέες που θέλοντας και μη πάνε στο μέρος που πάνε όλοι και κάθε χρόνο ξανασμίγουν, γύρω από τις πλατείες που βρίσκονται οι εκκλησιές.

Τα παιδιά δημιουργούν αναμνήσεις, από το θυμιατό και τον ήχο που προκαλεί το λιβανιστήρι, καθώς πηγαινοέρχεται στην αίθουσα ο παπάς, που δε δίνει την αίσθηση ιεροσύνης, αλλά δημοσίου υπαλλήλου.

Μεγαλώνοντας ανακυκλώνεται και σε εθίζει αυτή η χαρακτηριστική μυρωδιά των κεριών, χωμένα στην άμμο, καθώς λιώνουν και την εικόνα εκείνου που αναλαμβάνει κάθε λίγο να τα καθαρίσει, σβήνοντας μαζί κι εκείνο το κερί που έχεις ανάψει εσύ και σου κακοφαίνεται. Γιατί δεν ξέρεις αν η ευχή σου καταφέρνει να πραγματοποιηθεί.

Αναμνήσεις παιδικών χρόνων γεννούν όμως κι εκείνες οι γριές, που γέρνουν από τη μια μπάντα, έχοντας κρεμασμένες κάτι μεγάλες τσάντες στον ώμο, κουβαλώντας μέσα χάπια, βεντάλιες, σακούλες και ψωμοτύρια που μαζεύουν από τα μνημόσυνα. Εκείνες που στολίζονται φορώντας ανοιχτό παπούτσι-δαντελένιο μπλε, με τα δύο δάχτυλα να εξέχουν και βαμμένο νύχι, να κρύβει τον μύκητα.
Τις Κυριακές τρέχουν να προλάβουν να κοινωνήσουν πρώτες, σχηματίζοντας ουρά πάνω στο κόκκινο χαλί. Μπαίνουν με αριστοτεχνικό τρόπο πάντα μπροστά από τα παιδάκια, που τρομοκρατούνται από τις μασέλες έτοιμες να ξεκολλήσουν. Όλοι περιμένοντας εκείνη τη μπουκιά από το χρυσοποίκιλτο κουτάλι, με ψωμί ποτισμένο σε ζεστό κρασί.

Στην άλλη πλευρά όσοι άντρες δεν χασμουριούνται, σιγοψιθυρίζουν τους βυζαντινούς ύμνους.
Στο τέλος μένει πίσω ο παπάς και κάποια κυρία με ανάστημα, που έχει από καιρό αναλάβει τη θέση γενικού κουμανταδόρου, τόσο στα εκκλησιαστικά, όσο και στα του χωριού.


#mygreece #ikariamag #ikaria


Βατόμουρα

 

4,5€ το κεσεδάκι με καμιά δεκαριά βατόμουρα κοστίζει στα ΑΒ ντελικατέσεν-και του πουλιού το γάλα. Μαζί με εκείνα τα τεράστια αυγά στρουθοκάμηλου, που βγάζουν 12 μερίδες το καθένα, το αυγοτάραχο Μποτάργκα, από το Μεσολόγγι το ηρωικό, την εισαγώμενη αγριοαπαπάγια από Νότια Αμερική και τους χουρμάδες από Ισραήλ. 

Στην Ικαρία αυτή η υπερτροφή αποτελεί κυριολεκτικά "φαγητό του δρόμου". Καλύπτει τα κενά στις άκρες κάθε δρόμου, μια πυκνή βλάστηση που από τα παράλια ως τις βουνοκορφές στολίζει μονοπάτια και ανθίζει σε όσα χωράφια μένουν ακαλλιέργητα κι αφρόντιστα.


Αν πέσεις μέσα στα βάτα την έβαψες. Αφήνουν χρώμα, έχουν αγκάθινες περικοκλάδες που όσο πιο πολύ προσπαθείς να ξεφύγεις προς τα πάνω, τόσο πιο κάτω βυθίζεσαι! 

Απλώνεις το χέρι λοιπόν κι αν δεν είσαι ηλίθια να το καταγδάρεις, μπορείς να ξεχωρίσεις τα άγουρα με τη ξινή γεύση, από εκείνα τα ζουμερά με τη γλυκιά. 


Αν έχεις όρεξη τα μαζεύεις σε μια βόλτα, δωρεάν, φτιάχνεις ωραιότατη μαρμελάδα ή τα τσιμπολογάς έτσι και αποκτάς διάφορα τα οποία αν θες να μάθεις τι προσφέρουν, ρώτα κάναν επιστήμονα, γιατί εγώ δεν τα θυμάμαι! 

Οι μπακάληδες του χωριού


Κάποτε ήταν τόσος πολύς ο κόσμος στο χωριό, που υπήρχαν τρεις διαφορετικοί παππούδες που κρατούσαν ψιλικατζίδικα, συν δύο ακόμα, πιο καινούργια που υπήρχαν, με περισσότερο εμπόρευμα. Στο ένα από αυτά έμπαινα και ο παππούς συνήθως κοιμόταν στον πάγκο επάνω. Δεν υπήρχε ταμειακή ούτε αποδείξεις βγάζανε. Σε όλα μύριζε μούχλα, κλεισούρα, ή πράσινο σαπούνι και ήταν αφρόντιστα, σαν να περίμεναν να κλείσουνε για πάντα. 

Μικρός συνήθως έμπαινα για να αγοράσω κάποια τσίχλα, με δώρο αυτοκόλλητο ή τατουάζ, με τις υποδιαιρέσεις εκείνου του μοναδικού κατοστάδραχμου, που κατάφερνα κι έπαιρνα για χαρτζιλίκι. 

Ο άλλος παππούς ο Κανάρης χαιρόταν που μας έβλεπε, μας ξεχώριζε μέσα από τις θολές και χοντρές, κοκάλινες, μυωπικές του διόπτρες, ήμασταν οι μικροί του πελάτες!

Ένας άλλος που δεν το θυμάμαι καθόλου, άνοιγε κι έκλεινε κατά την όρεξή του, όμως έδινε την αίσθηση πως είχε παραιτηθεί πλήρως, κι ας κάθονταν απέξω πότε πότε για παρέα, στα σκαλοπάτια, κάποια όμορφη κοπέλα όλο χαμόγελα, που ίσως ήταν εγγονή του. 

Έτσι και τα τρία εκείνα μαγαζιά, σαν να καταράστηκαν, έως σήμερα παραμένουνε κλειστά. 

Μυστικές σοφίτες


Πόσο ρόλο παίζει η φαντασία στον παιδικό ψυχισμό; 

Σήμερα που τα 90s είναι πάλι της μόδας και ο ψυχρός πόλεμος επαναλαμβάνεται, γυρνώντας τον κόσμο ολόκληρο πίσω. 

Για τα παιδιά της δύσης οι αναμνήσεις είναι κυρίως όμορφες. Μπορεί να μην αντέχαμε το βασανιστήριο του σχολείου, αλλά στις διακοπές περνούσαμε σίγουρα ξέγνοιαστα. 

Πάντα περιμένοντας ξεχωριστά δώρα, από τον Άγιο Βασίλη ή τους θείους από την Αμερική. Polly-pocket & Playmobil!


Οι ταινίες της Disney είχαν καθοριστική σημασία στη διαμόρφωση χαρακτήρα. 

Νάνοι και πριγκίπισσες, μαγικές σοφίτες και μυστικές καταπακτές, ζωάκια που μιλούσαν. 


Θέλαμε πολυ να σκαρφαλώνουμε ανθισμένες σκαλωσιές κάθε καλοκαίρι, αλλά δεν υποψιαζόμασταν κάτι πολύ σημαντικό. 

Πως εκεί πάνω στα μωβ και ροζ λουλούδια φωλιάζουν κατσαρίδες και από κάτι τέτοιους κισσούς και μποκαμβίλιες βρίσκουν το μονοπάτι, για να κρυφτούν στα συρτάρια σου, κατι αηδιαστικές, καφετί σαρανταποδαρούσες. Μόνο ένας μάγος θα μπορούσε να εξολοθρεύσει τέτοια πραγματικά τέρατα, ο κύριος με τη στολή των Ghostbusters, που κάθε χρόνο πρέπει να φωνάζεις για απολύμανση. Διαφορετικά παθαίνεις εμμονές και μαζί με τα κουνούπια βρικόλακες, φαντάζεσαι κι άλλα πολλά φρικιαστικά να σε επισκέπτονται τη νύχτα.

Ο γέρος Ιστιοπλόος

 

Όταν κατέβαινε στο λιμάνι έμενε ώρες, περιποιούνταν το σκάφος, με την ίδια τρυφερότητα που οι ψαράδες φροντίζουν τις βάρκες τους. 

Όταν συναντούσε νεόπλουτους που άραζαν με τα κότερα γελούσε. Πίστευαν πως είναι φοβεροί καπεταναίοι, αλλά το πάθος τους δεν ήταν η θάλασσα, δεν είχαν μεγαλώσει με τη λαγουδέρα. Αντίθετα το πηδάλιο χρησίμευε σε ότι και το πολυτελές τους αυτοκίνητο. Όπως το σκυλάκι που βγαίνει βόλτα κι έρχονται όλοι να το χαϊδέψουν. 

Εκείνος θεωρούσε πλούτο να βγαίνει στα ανοιχτά με το ιστιοφόρο του, πιάνοντας ο ίδιος το ψάρι που θα έβαζε στο τραπέζι του. 

Λάτρευε τον ήχο που έκαναν τα καλαμάρια, στην ησυχία της νύχτας, καθώς ανασύρονταν από το βάθος, ξεφυσώντας και εκτοξεύοντας νερό, στην προσπάθεια να αμυνθούν, να γλιτώσουν. 

Αλλά έτσι κρεμασμένα, πιασμένα από το χοντρό μεταλλικό αγκίστρι ήταν καταδικασμένα.

Λέγεται πως έχουν εξωγήινο κώδικα προέλευσης, όπως και τα χταπόδια, αν κι αυτά δεν ταξιδεύουν σε κοπάδι. 


Τόσο έξυπνα φάνηκαν και τα μεγάλα ψάρια κάποτε, αλλά φαγώθηκαν από ακόμα μεγαλύτερα, κάποια γνωστά και ως φόροι, κρίση και χρηματιστήριο. Αλλά έτσι είναι και η στεριά, όπως και ο βυθός, ένα απέραντο σφαγείο. 

Το μπάρ το Ναυάγιο

 

«Προχθές αργά στο μπάρ το ναυάγιο

βρέθηκα να τα πίνω με έναν άγιο

Καθότανε στο διπλανό σκαμπό

Και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό»

🎶


Ο Καρυωτάκης σε ένα παράλληλο σύμπαν, ξενυχτά πίνοντας το τελευταίο ποτήρι συνομιλώντας με την Αρλέτα. Εκείνη που έχει σκάσει για περιοδία, αράζει σε ένα μπαράκι ενός γνωστού της, που το λειτουργεί από το '80. Διαβάζει τα ποιήματα του Καρυωτάκη, μήπως και τα μελοποιήσει για τον επόμενο δίσκο. Είναι πολύ εκεί γι'αυτόν, ο οποίος λυπημένος της λέει και τα δικά του, ενώ δείχνει όσα εκείνη τον συμβουλεύει να τα ακούει...

Αργότερα όμως προφασίζεται πως θέλει να πάει στο αφτεράδικο ο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας, ενώ εκείνη έχει ανάγκη να ξεκουραστεί για την αυριανή της συναυλία στο κάστρο. 

Ο Καρυωτάκης κατευθύνεται προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, κρατώντας ένα Walkman, ακούγοντας στο ριπίτ Άντζελα Δημητρίου...


Χωρίς να τον δει κανείς πέφτει στη θάλασσα, παραπατώντας από το πολύ το ούζο, γίνεται αυτοκράτορας, με τον Ποσειδώνα να εμφανίζεται ενοχλημένος εκεί μεσοπέλαγα, ρωτώντας τον "που πας ρε μαλάκα;", "με παρέσυρε το ρέμα", αποκρίνεται ο ποιητής στο θεό της θάλασσας και η μικρή γοργόνα Άριελ, που μόλις είχε βάψει τα μαλλιά της, παρακολουθεί από μακριά, έχοντας βρεθεί εκεί όλως τυχαίως. Κολυμπά λοιπόν προς το μέρος του και λέει στον Καρυωτάκη, "να σου πω, η φίλη μου η Ούρσουλα, μου έχει δώσει ένα φίλτρο, εντελώς divine φάση μιλάμε, άμα το πιούμε μαζί, εσύ θα βγάλεις ουρά και εγώ ποδάρια, ψήνεσαι;" 

Ο Καρυωτάκης μεθυσμένος λέει ναι! 

Στο βυθό επικρατεί ενθουσιασμός.

Ε τα υπόλοιπα τα ξέρετε...

Ακόμα και σήμερα η Βίκυ Φλέσσα αναρωτιέται, πως σκατά ο άλλος ο ψυχάκιας αποφάσισε να αυτοκτονήσει σε τέτοια ωραία πόλη, γεμάτη ιστιοπλοϊκά η θάλασσα, κανείς δεν τον πήρε χαμπάρι, ολόκληρο λιμάνι;

🥃

#preveza

Roadtrip προς Πάργα & Σύβοτα


Το πιο ωραίο πράγμα στην Ελλάδα ποιο είναι; Μα φυσικά το roadtrip στην ενδοχώρα, τουλάχιστον για μένα που είμαι από νησί.

Η Πάργα ήταν στα σχέδιά μου, ήρθε βέβαια πιο άμεσα. Δεν ήμουν έτοιμος όμως, για να δω ξανά τη Χερσόνησο του Ηρακλείου Κρήτης. Μόνο οι ρωσικές πινακίδες έλειπαν πέραν των αγγλοπρωσικών και ευτυχώς! 

Έβρεξε μάλιστα και εδώ, γυμνόστηθα τουριστάκια τρέχανε γελώντας. 


Στις φωτογραφίες έμοιαζε με καρτ ποστάλ. Από κοντά τελικά, είναι μια τουριστικότατη πρώην μεσαιωνική(;) πόλη, που μόνο αν τη συνδυάσεις με Πρέβεζα και Σύβοτα, γίνεται το ταξίδι ενδιαφέρον, ειδικά αφού χρειάζεται να διασχίσεις τη γοτθική Αμφιλοχία. Με τη δε Λευκάδα που επισκέφτηκα το 2010, επίσης δεν ενθουσιάστηκα, αφού μου θύμησε λίγο από Ικαρία, κάτι από Κέρκυρα και γενικά οκ, απορώ με τους Τουρίστες πως γουστάρουν τόσο. Ο συνοδοιπόρος μου επίσης γουσταρε, αλλά επειδή έφτασε πια τα 30 και, οπότε ένα ταξίδι με τροχόσπιτο σε μια απέραντη διαδρομή με πράσινο σου φαίνεται μαγευτική. Όχι για μένα όμως, συγγνώμη αλλά όσα φρούρια του Αλή Πασά, βυζαντινά και ενετικά κάστρα και αν συνάντησα εδώ, σαν το ταξίδι στη Δυτική Πελοπόννησο, από Φοινικούντα μέχρι Κατάκωλο πχ, δεν υπάρχει. 

Από όλα τα εστιατόρια-που έμοιαζαν να γδέρνουν και όχι μόνο λόγω μπουκαμβίλιας, προτίμησα ένα φαστ φουντ-σουβλατζίδικο που σίγουρα είχε πολύ καλύτερο κρέας από τα σκουπίδια που σερβίρουν στη Λειβαδιά. 


Αξίζει μια φορά, αλλά μονάχα μια, διαφορετικά μέχρι να πάω Άρτα και Γιάννενα ξανά, προτιμώ να φτάνω μέχρι το ιστορικό Μεσολόγγι και τη μαγευτική του, νοτιοαμερικανική, λίμνη Τουρλιέδα. 


Εγκαταλελειμμένη μπυραρία


Κάποτε που γέμιζαν φωνές τα πεζοδρόμια 

Μπύρες και τσιγάρα ένας δρόμος σαν αυλή

Ήχοι από κιθάρες στα μπαλκόνια φτάναν μόνιμα 

Πιο πολύ απ'τη μέρα ήταν η νύχτα ζωντανή...


Μα στη ξάγρυπνη τη γειτονιά

διαμαρτύρονταν

Που θα πάει η κατάσταση αυτή 

Τι θα γίνει πια με τα παιδιά τα μηχανόβια 

Σβήσαν αναπάντεχα μια μέρα όλοι μαζί...

Τσίκνα & Μάης...

Επιστρέφει η άνοιξη και μαζί οι παραδοσιακές συνήθειες της βεράντας. 

Ο ουρανός παρακολουθεί προβληματισμένος, αλλάζοντας συνεχώς τη γνώμη του. 

Το μπερδεμένο τοπίο δεν ξεκαθαρίζει μαντεύοντας τα σχήματα που δημιουργεί ο καπνός. 

Εδώ μυρίζει τσίκνα, στα όρια της Ευρώπης ανθρώπινο κρέας. Τα στεφάνια του Μάη θυμίζουν εκείνα του '68...

Πυροτεχνοϊός

Πρώτο Πάσχα κανονικότητας και τα βεγγαλικά που εκτοξεύονται, μοιάζουν να μας ειρωνεύονται παίρνοντας το σχήμα του αγκυλωτού ιού...

Γλυκό συκαλάκι

Να πως έχει η ιστορία

Θα σας πω για μια κυρία 

Που τη λέγανε Μιράντα

Και καθόταν στη βεράντα 

Να αγναντεύει καλοκαίρια

Της πλατείας τα χαμπέρια 

Που λαλούν τα αηδονάκια 

Τι μασούν τα ποντικάκια 


Μαζευόντουσαν οι φίλες 

Κι εκτοξεύονταν κακίες 

Πότε η μια για την άλλη

Ραντεβού όμως αύριο πάλι 

Έπαιζαν λίγο χαρτάκι 

Κι ολο έσταζαν φαρμάκι 

Γούνα και μαργαριτάρι 

Όλο νάζι κι όλο χάρη 


Δαντέλες σεμεδάκια 

Χειροποίητα κουλουράκια

Κρυστάλλινα πιατάκια 

Ασημένια κουταλάκια 

Του γλυκού και του τσαγιού

ώρες του κουτσομπολιού 

Πείτε μου να σας κεράσω

Συκαλάκι να σας βάλω 

Από αγριοσυκιές που τις μάζευα προχθές.

Το Κοπάδι που κατέληξε βιτρίνα


Τι κοιτάς με ανοιχτό το στόμα;

Τι σε εκπλήσσει;

Το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο είναι να ακολουθείς την μάζα, άκριτα, αναντίρρητα, δίχως να επιβεβαιώνεις τίποτα, απλώς για να αρέσεις, γιατί φοβάσαι τον ωκεανό, γιατί έχεις ανάγκη το κοπάδι.

Σε αφήνει δηλαδή το ένα ρέμα και σε παίρνει τ'άλλο...

Πάσχα στο χωριό '22

Πάσχα στο χωριό, μετά από δύο χρόνια απαγορεύσεων. 

Την πρώτη φορά περπατούσα στους στενούς δρόμους της Κυψέλης, κόσμος στα μπαλκόνια με πιτζάμες, έψαχνε τι κεριά θα κρατήσει. Η  φασαρία από τα πυροτεχνήματα του δήμου, τις καμπάνες και τις φωνές, προσπαθούσαν να ξορκίσουν την επιβεβλημένη απομόνωση. Οι ευχές ανταλλάσσονταν για πρώτη φορά ανάμεσα σε ξένους, μέσα από τα διαχωριστικά των μπαλκονιών. Πιο κοντά και πιο μακριά από ποτέ. 

Η δεύτερη φορά μας βρήκε συμφιλιωμένα παραδομένους, με την γιορτή ρυθμισμένη και την ανάσταση κομμένη στα "μέτρα" μας. Αγανακτισμένα παραιτημένους. 

Αυτή τη φορά όμως έπρεπε να μας βρει στα λιβάδια. Έπρεπε να αποδράσουμε από τα προσωπικά μας καταφύγια. 

Αλλά και όσοι δεν το κάναμε έπρεπε να το απολαύσουμε, να έχουμε την επιλογή της αδιαφορίας που είναι εξίσου λυτρωτική. 

Να εξαναγκάσουμε τους εαυτούς μας σε άλλου είδους "νέα μέτρα", να συνειδητοποιήσουμε και τα προσωπικά μας "μπλόκα".

Γιατί η ανάσταση αυτή τη φορά μπορεί να έχει μοιραία κατάληξη, η πυρηνική οικογένεια είναι προτιμότερη από μια πυρηνική απειλή. 

Κυριακή στην Ηλιακτή

Στο μαύρο αυτό ουρανό το μόνο που φωτίζεται είναι ένα μισοφέγγαρο, που μοιάζουν να κρατούν στις χούφτες τους, δυο πελώρια χέρια από αγριεμένα σύννεφα. 

Από το σκοτεινό μονοπάτι τα ξερόκλαδα των δέντρων, που θυμίζουν σκιάχτρα, ή τους δαίμονες που παραμονεύουν, εκείνους των παιδικών μας φόβων, διαδέχονται οι λάμπες στο ήσυχο λιμανάκι. 

Δύο φίλοι στην ακρογιαλιά, παρέα με τα καλάμια τους, ψαρεύουν, δύο τρείς άλλοι ακόμα βρίσκονται στον καφενέ, που τους παρηγορεί χειμώνα-καλοκαίρι. 

Ήρεμοι παφλασμοί, μυρωδιά από καμινάδες μιας οικογενειακής γιορτής, κάποια ανήσυχα γαβγίσματα. Γρύλοι που σφυρίζουν ρυθμικά, παρέα με τον γκιώνη, συναυλία. 

Μια καθιερωμένη κυριακάτικη αναστάτωση, το σούρουπο που προτιμά να κλείσει τις ειδήσεις, ανάβοντας το μπρίκι, λέγοντας "και του χρόνου".

Κρυμμένοι στις ταράτσες

ChemsPartyAthens

Στα στενά των κτιρίων ανάμεσα, εκεί που απλώνεται η ελπίδα, μεσοτοιχία η αίτηση με την παραίτηση, ο ακάλυπτος που όλα τα έχει ακούσει, αναμεταδίδει σήματα. Σε όλους όσους ήσυχοι, βρίσκονται κρυμμένοι στις ταράτσες και τα μπαλκόνια, νεκροταφεία ή αποθήκες. 

Πιστεύουν πως θα γλιτώσουν από μια νέα απαγόρευση. 

Σκυμμένοι με το βλέμμα στην πλατεία. Επιτηρούν το αναπόφευκτο. 

Παρακολουθούν ο ένας τον άλλο κι εκείνον τον ξένο, που δεν έχουν ξαναδεί. 

Προστατεύουν τα λημέρια τους. Νομίζουν πως μπορούν να υπολογίσουν αυτομάτως τα βήματα περαστικών από τον κάδο ως την πλατεία. 

Να ξεχωρίσουν τους ήχους των γειτόνων, τον χτύπο στο οδόστρωμα από τις αρβύλες αναρχικών και μπάτσων. 


Ελπίζουν πως όλα θα τα καταφέρουν. 

Στις κρυμμένες, από το πράσινο, αυλές τους, θα πηγαινοέρχονται, επικοινωνώντας μυστικά.

Απλώνοντας γέφυρες, με πυρσούς που μόνο οι ίδιοι θα μπορούν να διακρίνουν.

Μέχρι την καθολική ανατροπή της νύχτας...