Οι μπακάληδες του χωριού


Κάποτε ήταν τόσος πολύς ο κόσμος στο χωριό, που υπήρχαν τρεις διαφορετικοί παππούδες που κρατούσαν ψιλικατζίδικα, συν δύο ακόμα, πιο καινούργια που υπήρχαν, με περισσότερο εμπόρευμα. Στο ένα από αυτά έμπαινα και ο παππούς συνήθως κοιμόταν στον πάγκο επάνω. Δεν υπήρχε ταμειακή ούτε αποδείξεις βγάζανε. Σε όλα μύριζε μούχλα, κλεισούρα, ή πράσινο σαπούνι και ήταν αφρόντιστα, σαν να περίμεναν να κλείσουνε για πάντα. 

Μικρός συνήθως έμπαινα για να αγοράσω κάποια τσίχλα, με δώρο αυτοκόλλητο ή τατουάζ, με τις υποδιαιρέσεις εκείνου του μοναδικού κατοστάδραχμου, που κατάφερνα κι έπαιρνα για χαρτζιλίκι. 

Ο άλλος παππούς ο Κανάρης χαιρόταν που μας έβλεπε, μας ξεχώριζε μέσα από τις θολές και χοντρές, κοκάλινες, μυωπικές του διόπτρες, ήμασταν οι μικροί του πελάτες!

Ένας άλλος που δεν το θυμάμαι καθόλου, άνοιγε κι έκλεινε κατά την όρεξή του, όμως έδινε την αίσθηση πως είχε παραιτηθεί πλήρως, κι ας κάθονταν απέξω πότε πότε για παρέα, στα σκαλοπάτια, κάποια όμορφη κοπέλα όλο χαμόγελα, που ίσως ήταν εγγονή του. 

Έτσι και τα τρία εκείνα μαγαζιά, σαν να καταράστηκαν, έως σήμερα παραμένουνε κλειστά. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: