Νέα Ανατολή

 


Όλα είναι σχετικά

Πρέπει να βλέπεις το πράγμα σφαιρικά.

Μες στα χέρια σου κρατάς όλο τον κόσμο.

Δηλαδή το κινητό σου. 

Μια νέα Ανατολή, όσο περίμενες το λουλούδι να ανθίσει, τα περιστέρια πάψαν να πετούν, κυνηγάνε τα πόδια μας και εκβιάζουν για ό,τι πέσει. 

Ένα τιτίβισμα σήμερα και καταστρέφεται κόσμος.

Αδυσώπητη μάχη στην κούρσα του ανταγωνισμού για το θρόνο του ήλιου, μα ο Καίσαρας στέκει γυμνός, χαζεύει κοιτώντας έξω από το παράθυρο, καθώς μαγειρεύει, δοκιμάζοντας μια συνταγή που έγινε viral, μέχρι κι οι ειδήσεις την έπαιξαν. 

Μεγάλη επιτυχία σου λέει, αφού κι εγώ onlyfans σκέφτομαι να κάνω, ο λαός τη θέλει την ποιότητα, την ξεχωρίζει, ειδικά εάν πίνεται. Αυτά ακούει ο κόσμος αυτά θα παίξει κι ο dj. Λες και έχει ιδέα το αφεντικό να του πει τι θα βάλει, Κοντολάζο θα ζητήσει. Τα γκομενάκια πως θα χορέψουνε; Θέλουνε τις μπάτσες τους, διαμάντια και τις μπάμιες τους. 

Από λάθος πλευρά περιμέναμε, σε μαύρα κοντέινερ καταφτάνει η ελπίδα, μες στο λιοπύρι σκάβουν τα τούνελ να μας περάσουν τις γραμμές. Να συντονιστούμε στη νέα συχνότητα, η προηγούμενη ήδη απ'το μιλένιουμ πάλιωσε, ούτε χοντρή δεν βγαίνει πια, πατάς το κουμπί και κολλάει. 

Εχουμε ξεχάσει να ακούμε μουσική, ραπάρουν μονάχα καταγγελίες, στο ίδιο πικάπ και βελόνα να αλλάξεις σε έλλειψη. 

Κοιτώντας από απόσταση


Σπασμένα κοχύλια γρατζουνάνε τις πατούσες, καθώς τρέχεις να κρυφτείς, να απομακρυνθείς από το συνωστισμό, σαν να κάνεις σκανταλιά.

Σαν συνωμότες που ξεφεύγουν, δύο φίλοι που μοιράζονται την ίδια τρέλα.
Σε κάποιο σημείο σκοτεινό, πάνω στα βράχια, θα μοιραστείς μυστικά, κάποιο ένοχο τσιγάρο ή νεανικό φιλί ή και το αντίστροφο.
Κοιτώντας από απόσταση, τους άλλους να χορεύουν, να συνεχίζουν.
Ανάμεσα στα φωτορυθμικά και τις φωνές, ακούς τη δική σου καλύτερα, ξεχωρίζεις τους ήχους από τα ποτήρια, τις μυρωδιές από τα πιάτα με το ψητό καλαμάρι και τον κόσμο να πηγαινοέρχεται.
Συζητάς τόσα που χάνεις την αίσθηση του χρόνου, ύστερα γυρνάς κι αναρωτιέσαι τι έχασες, που πήγαν οι άλλοι;

Από το 1980 ως το σήμερα όλοι αναζητούν αυτή τη φάση. Απεγνωσμένοι, χαλαροί, πότε βαριεστημένοι, πότε στην ένταση.
Πηγαίνεις εκεί που πάνε όλοι, ξεχνώντας ότι παίζεις φρουτάκια στον κουλοχέρη. Προσδοκώντας κάποια ανάσταση νεκρών, φαντάζεσαι πως θα βρεθείς στον Όλυμπο.
Καμία αναδυόμενη Αφροδίτη μέσα από την πυκνή μαύρη θάλασσα, μονάχα ο αφρός μιας μπύρας και μια ανάμνηση ρομαντική, που αλλιώς την περίμενες, αλλά είχε όμορφο πορτοκαλί φεγγάρι.
🌕☄️

Ξεθωριασμένες ετικέτες

Επιστρέφοντας στην πόλη, μια μυρωδιά από φρεσκοκομμένο γρασίδι, μας υποδέχεται πίσω στη γειτονιά. Βόλτες γύρω από τα λευκά πεζοδρόμια, ανάμεσα στις όμορφες κατοικίες που προετοιμάζονται για τη νέα χρονιά. Οι γνώριμες όμως εικόνες δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τόσο εύκολα το καλοκαιρινό εκείνο άρωμα, από τα αντηλιακά και την αλμύρα, πάνω στις μαυρισμένες επιδερμίδες. 

Οι ξεθωριασμένες ετικέτες στα σνακ, που ξέμειναν από τη θερινή σεζόν, θα συνεχίσουν λίγες Κυριακές ακόμα να ξεβάφουν κοιτώντας προς τον φθινοπωρινό ήλιο.

Θα περιμένουν όλα παρά τις μειωμένες τιμές ευκαιρίας, που προσφέρονται, ως τον επόμενο πρώτο καύσωνα, υπομένοντας τις νέες βροχές, που θα ποτίσουν ξανά το χώμα στο πευκόδασος.

Φουσκωτά, αλιγάτορες και καρχαρίες, πορτοκαλί και πράσινες ομπρέλες και ροζ με μπλέ μπρατσάκια, ξεχασμένα όλα πάνω στα θλιβερά τους ράφια, ανήμπορα να αντισταθούν στον απειλητικό χειμώνα που πλησιάζει.

Τα σπίτια που έτρωγε το κύμα

Τα σπίτια που τα έτρωγε το κύμα αντέχανε, παρά τα εκατό χρόνια και βάλε που μετρούσαν οι τοίχοι τους. Ήταν φτιαγμένα από πέτρες, που τις κατέβαζαν από τα βουνά, για χιλιετίες ως τα παράλια, οι ρεματιές. Τοποθετούνταν η μια πάνω στην άλλη με τέτοια ακρίβεια και τόση λεπτοδουλειά που θα ζήλευαν οι καλύτεροι αρχιτέκτονες. Κάποιες σκεπές μάλιστα δεν είχαν αντικατασταθεί με κεραμίδια, αλλά είχαν διατηρηθεί οι πλάκες που είχαν σμιλευτεί από τους προγόνους τους πριν από έναν αιώνα τουλάχιστον.

Μετά το παιχνίδι με τα χρωματιστά κανό και τις σανίδες σερφ, που κάποιοι είχανε μεταφέρει από την Αμερική, έστηναν ξύλα στους πετρόχτιστους φούρνους, μέσα στις αυλές που είχαν φτιάξει οι παππούδες τους. 

Εκεί έψηναν τα ψάρια που είχανε καταφέρει να πιάσουν και μοσχομύριζε το σύμπαν. Άλλοτε έριχναν μέσα σε κάτι παλιά τσίγκινα σκεύη θαλασσινό νερό να κοχλάζει, πετούσαν και μερικά λαχανικά από το μποστάνι που τους χάριζε η γειτόνισσα, κάποια ξαδέρφη μακρινή τους, φτιάχνοντας ψαρόσουπα. 

Έτρωγαν ξαπλωμένοι σε κάτι αιώρες, ή καθισμένοι σε ασπρισμένα από ασβέστη πεζούλια και φθαρμένες πλαστικές καρέκλες, φορώντας ψάθινα καπέλα να τους προστατεύουν όχι από τον ήλιο, αλλά από τις νιφάδες κάτω από τα αλμυρίκια που μαδούσαν με τον άνεμο.


Απόγευμα στο νεκροταφείο


 Ένα απόγευμα ανέβηκα στο νεκροταφείο του χωριού, που παρεμπιπτόντως ένας ζωντανός που γειτονεύει, όντας το πρώτο πράγμα που αντικρίζει από τον έξω κόσμο, κάθε πρωί που ξυπνάει, διαμαρτύρεται... Γιατί αφού πήγε κι έχτισε εκεί απέναντι που ήταν φτηνά, τώρα ξεσηκώνεται και απαιτεί λύση να βρεθεί στο τέλειο πρόβλημά του, να μεταφερθεί αλλού το τοπικό νεκροταφείο, να μην το βλέπει δηλαδή και σκιάζεται, ξέροντας μια μέρα σε τι καταδικάζεται!


Μέχρι να κάνω λίγο έτσι λοιπόν, με το λάστιχο να καθαρίσω, να ανάψω το καντήλι ως συνήθως, τι να δω από δίπλα; 

Έναν λάκκο που είχαν παρατήσει στις προετοιμασίες για τη νέα υποδοχή... Γνώριμες συνήθειες, με τους αργούς ικαριώτικους ρυθμούς. Άλλωστε ποιος να αγχώνεται τώρα και τι τον νοιάζει πια;

Με έπιασε δέος στη θέα του ξεθαμμένων ανθρώπινων οστών. Μέχρι και του διπλανού του τάφου το λιβάνι άναψα. 

Αλλά και που αλλού να έβρισκα έναν σκελετό, τους έχω κάνει έξωση δεκαετίες τώρα από τη ντουλάπα μου.

Ίνες, μέταλλα κι ιχνοστοιχεία γινόμαστε και διαμοιράζονται κύτταρα του dna μας παντού στον κόσμο ξανά και ξανά, σε άλλη μορφή και με άλλη αίσθηση. 

☠️