Στα στενά του Παγκρατίου


 Ομίχλη είχε καλύψει την πόλη. Πιθανότατα από την τσίκνα που αναδύονταν από τα τζάκια των σπιτιών. Εκατοντάδες σκεπές προσέφεραν ζεστασιά σε παρέες των Αθηνών, που έψηναν λουκάνικα χωριάτικα.


Περπατούσα τα στενά του Παγκρατίου μεθυσμένος, τριγυρνώντας στις πολυκατοικίες και τα ξεχασμένα χρέπια ανάμεσά τους. Στις γωνιές των εισόδων με παρατηρούσαν γάτες, που περιφρουρούσαν τα σημεία τους, με τα στομάχια τους χορτασμένα, από περίοικους που πάσχιζαν να εκδηλώσουν πως έχουνε καρδιά. Σε εκείνη την εύκολη ασφάλεια, μπορούν να νιώθουν κυρίαρχοι, ακόμα κι αν ζηλεύουν τις γάτες που ζούνε ξέγνοιαστες. 


Σε κάποιες προσόψεις τα μπαλκόνια ήταν διακοσμημένα με απλωμένα ρούχα, πολύχρωμα για να μοιάζουν με τσαντίρια εντός πόλεως, ενοχλώντας εκείνους που είχανε στεγνωτήριο.


Η μυρωδιά του ψημένου κρέατος ξυπνούσε τη λαιμαργία μου, ενώ το καμμένο ξύλο μου πρόσφερε εκείνο το αίσθημα θαλπωρής, που είχα ξεχάσει εντελώς μετά το καλοκαίρι. 

Περιπλανώμενος με το βλέμμα στο κενό, συνομιλούσα με τη σκιά μου, τρομάζοντας από αδέσποτα σκαρφαλωμένα σε κάδους, αλλά και κάτι τελευταίες κατσαρίδες που περπατούσανε στους τοίχους, δίπλα από κάτι σωλήνες.

Αναρωτιόμουν πόσες ψυχές στοιβάζουν τα όνειρά τους, μέσα σε κάθε ένα από αυτά τα σύγχρονα κουφάρια. 

Αυτά τα γεμάτα μικρές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, παντοδύναμων μέσα στην απελπιστικά ευτυχισμένη ρουτίνα τους, έτοιμοι να ξεδιπλώσουν τις ιστορίες τους. 

Οι μόνοι τυχεροί που θα μπορούσαν να ανοίξουν να τα δουν, είναι οι διαρρήκτες που εισβάλουν μέσα τους για λάθος λόγους. 

🪳

Στο λόφο...


Σκαρφαλώνεις στο λόφο, ανεβαίνεις σκαλοπάτια, ανηφόρες σε άγνωστες γειτονιές, ανακαλύπτεις την πόλη. Περιμένοντας να αντικρίσεις τη μαγεία. Περιφέρεσαι ψάχνοντας το ψηλότερο σημείο με την καλύτερη θέα, σαν στρατηγός, σαν βασιλιάς. 

Μόνο για να διαπιστώσεις πόσο μικρός είσαι, κοιτώντας από κει πάνω. 

Χιλιάδες φωτεινά μυρμήγκια να σπρώχνουν ρόδες ασταμάτητα. Κι εσύ ούτε σαν τζίτζικας δεν έχεις ποιο τραγούδι για να πεις. 

Σαν τα Καφάσια οι επισκέπτες...

 


Οι επισκέπτες στο νησί, σαν τα καφάσια με τις μπύρες που στοιβάζονται, γύρω από το καφενείο, κατακλύζουν το νησί, κάθε χρόνο. Όπου κοιτάξεις, τα χωριά, τενεκέδες που ξεχειλίζουν, με γυάλινα μπουκάλια αεριούχα ποτά. Πορτοκαλάδες για τις κυρίες, χωρίς ανθρακικό για τα παιδιά, μεζέδες με θέα τη θάλασσα, ή τα πετρόχτιστα ερείπια που στις εσοχές τους κατοικούνε σαύρες. 

Κάποτε στο καφενείο του χωριού παίζανε χαρτιά, στα ξύλινα τραπέζια χάραζαν τα σκορ με κιμωλία, οι παππούδες το χειμώνα. 

Σήμερα οι ντόπιοι βλέπουν #ertflix, τα ντοκιμαντέρ για τη ζωή που έζησαν, αυτούς που αντικατέστησαν, πριν από τόσα χρόνια. 

Μια χαρακιά γαλάζιου


 Ανάμεσα στις πυκνές στρώσεις, από γκρίζα και λευκά, σύννεφα, ξεπροβάλλει μια γαλάζια χαρακιά. Διακρίνεται εκείνη η απόχρωση που συναντάμε στα παιδικά δωμάτια, εκείνα που κοιμούνται τα αγόρια, τα πρωτότοκα, στα παλιά αρχοντικά. 

Τη γαλάζια αυτή απόχρωση, που κάνει τόσο χαρακτηριστική αντίθεση πίσω από τα ροζ φιογκάκια, που έχουνε δεμένες τις πλεξούδες τους, μικρά κορίτσια. 


Τι να έχει συμβεί και το γαλάζιο βρέθηκε αντιμέτωπο με τόση ένταση, γιατί μαζεύτηκαν τόσα αγριεμένα σύννεφα μπροστά του;