Λευκός Λαβύρινθος

Στέκει καμπουριαστός

Το βλέμμα του χαμένο

Συναντιούνται μαζί του εκατοντάδες μάτια στο ίδιο κενό

Με δύο σακούλες στο χέρι κι

ένα μπαστούνι, ο κλασικός συνοδός. 

Ψάχνει στη τσέπη του δεξιά ή αριστερή, το κινητό του, να νιώσει σιγουριά. 


Περίμενε υπομονετικά, ήρθε η σειρά του

Χρειάστηκε δεύτερο νούμερο

Ξεχάστηκε, ύστερα και τρίτο.

Τριγύρω του άνθρωποι σαστισμένοι, αρπάζουν όσα νούμερα μπορούν 

Γραπώνονται από μανίκια και τους γλιστρούνε κόλλες, κάποιες λευκές, άλλες γεμάτες μαύρο μελάνι, λερώνονται τα δάχτυλά τους

Πηγαινοέρχονται γεμάτοι άγχος 

Μια Βαβυλωνία.


"Φύγετε"! φωνάζει επιτακτικά η τραυματιοφορέας

Χρειάστηκε και δεύτερη και τρίτη

Κάποιος χτύπησε 

Κανένας δεν μπορεί να περιμένει

Κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτα

Ζητάνε μάσκες τρομαγμένοι

Οι μάσκες τελείωσαν

Μπρος δρόμο!

Όσοι φοβούνται που θα καταλήξουν, τυχαίνουν εκεί το συντομότερο 


Μονάχα ο παππούς αγέρωχος

Προχωρά στο λαβύρινθο 

Εξερευνά απορημένος, διαδρόμους γκρίζους 

σωρός οι απελπισμένοι, αναζητούν μια αίθουσα που μοιάζει με το υπερπέραν

Σκέφτεται τα εργαλεία που άφησε στο αμάξι. Το πρωί θα πιάσει απ'την αρχή τον κήπο που άφησε χθές μισό.

Αγωνίες


 Το πρόσωπο φθαρμένο απο το κρύο

Τα δάχτυλα μοιάζουν με λεπρού

απο το ξεφλούδισμα

Τα ποδια πρησμένα σε σημείο να μην χωράνε τα παπούτσια

"Πάλι δεν πρόλαβα τίποτα"

Μονολογεί

Οχι που ο θάνατος πλησιάζει

Μα που δεν πρόφτασε να κάμει τις δουλειές του σπιτιού

Με τέτοιες αγωνίες έζησε.

Τί άλλαξε;


 

A fairy (Pandemic)tale


You Only know fairytales with always a happy ending, but history of humanity in bloodshed is neverending 

No prince has come to liberate a country or a princess, no love of heart will ever come before a king's real interest

From Byzantines to Visigoths the blood has flood the rivers, nobody is enough secure from death or any other illness.

 

If you are Rich who knows a witch 

And you write poems like Edgar 

There's a chance that if you are a boy 

To get in the future Pregnant

But don't be a fool there is no cure 

For royalties nor servants 

No matter what the crown belongs 

to a virus phantom menace!

Απομόνωση


 

Τι θέλετε πια;

 


Στο μονοπάτι της ματαιότητας

Ηττημένος από τα όνειρα, τις ανάγκες, βουτηγμένος στα χρώματα. Η ύπαρξη σαν έκθεμα σαν πρώτη φορά να τοποθετείται στης ζωής το μουσείο, έξω από την αίθουσα κόσμος,

Κατακλυσμός από ασυνάρτητες δονήσεις αποκαρδίωσης, συναισθηματικές αλλεργίες, ασκήσεις στο χώμα. 

Το μονοπάτι της ματαιότητας είναι το μόνο που ξεχωρίζει από μακρυά, είναι πάντα εκεί, οι φωτεινές δάδες στοιχισμένες, φέγγουν για όποιον διασχίζει το μονοπάτι της οικοδόμησης, μην τυχόν και παρεκκλίνει από τον εκτροχιασμό. 

Στα έντονα χρωματικά στρώματα, από προβλήματα κι εμπειρίες, τα μάτια δειλιάζουν, θαμπώνουν. Κοιτάζουν προς την άλλη πλευρά, πιάνονται από κάτι γυαλιστερό. 

Φωτοβολίζονται κόσμοι ολόκληροι, από παράλληλα σύμπαντα, σε κάθε εισπνοή, απλώνοντας αποικίες παραμυθιών, μέσα από συννεφάκια καπνού, να γεμίζουν δωμάτια με ψυχές, διαταραγμένες, ισότιμα στο χάος μοιρασμένες, αποσυναρμολογημένες, αλλά σε όμορφα κουτιά λουστραρισμένες.

Μεταμορφώνομαι σε αδιέξοδο

Για να κουμπώνω στις γωνίες της απελπισίας. 

Εισπνέω το άρωμα της ματαιότητας προκαλώντας παράδοξα, του χαμένου μου προσωπικού μικρόκοσμου, των κυττάρων μου τη παλιγγενεσία. 

Η οικοδόμηση του μέλλοντος είναι μια πράξη αυτοθυσίας, μπροστά σε ένα πόλεμο που όλοι ξέρουν πως σκοτώνει. 

Κι όταν κρύβονται για να σωθούν στα χαρακώματα, είναι αυτό που μάλλον τους ενώνει

Κυριολεκτικά Αμπελοφιλοσοφώντας

Η ζωή έμοιαζε υπέροχη εκείνη τη μέρα. Βόλτα εκτός Αθηνών μετά από τόσο καιρό! Το ίδιο βράδυ, σε μια επικίνδυνη στροφή, στο γυρισμό, που λες παρά λίγο, δεν πεθάναμε κιόλας, σχολίασα στον οδηγό, τρομαγμένος, πως όλοι οι άνθρωποι έτσι νομίζουν, πως το κακό δεν θα τους βρει ποτέ. 

Μπαίνουν στα αυτοκίνητά τους κι είναι προγραμματισμένοι να αγνοούν τους κινδύνους που καραδοκούν, που σίγουρα πάντοτε θα βρούν,  θα στοχεύσουν, θα πετύχουν τους άλλους, εμάς ποτέ! 

Την επόμενη μέρα αυτή η κακιά στιγμή, ήρθε να βρει κι εμένα. 

Τη γύρευα βέβαια κι εγώ λιγάκι, από μικρούς μας μάθαιναν πως όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Αλλά μια ανώτερη δύναμη, η θεά Αφροδίτη ίσως, με ξεγέλασε και επέλεξα, κόντρα στο Ικαριώτικο πνεύμα, το γοργόν και χάριν έχει! 

Και βρέθηκα ανάθεμα την ώρα στο έλεος του δημοσίου κράτους, όπως το κατάντησε η Νέα Δημοκρατία, σε ένα νοσοκομείο σε πλήρη αποσάθρωση, για να ταιριάξει ακριβώς με την κατάστασή μου. 

Η νέα μου αυτή κανονικότητα, θα με κρατήσει μακριά από αθλήματα που είχα αρχίσει να αγαπώ, τουλάχιστον για δύο χρόνια, ενώ για ένα μήνα και κάτι, δεν θα φοράω παπούτσια, δεν θα τα χρειάζομαι, μια άλλου είδους καραντίνα άρχισε για μένα. Τόσο αυστηρή που ούτε τα σκουπίδια δεν θα μπορώ να πάω μέχρι τον κάδο. 

🐌

Στις καλαμιές...


 

Νύχτες με ομίχλη


 

'90tflix

Η τέχνη και το Netflix νοσταλγούν την αισθητική των 80s & 90s. 

Ανέμελα χρόνια, καλοκαίρια στη παραλιακή και στο νησί. Πλανόδιοι με μαλλί της γριάς και γλειφιτζούρια κόκκινα κοκοράκια.

Εξοχικό στο Ξυλόκαστρο. Club Privelege, +Soda και Umatic, εκεί που βρίσκεται σήμερα το Athens Metro Mall. 

Ραντεβού στο luna park, στήσιμο από τους φίλους, που έρχονταν με λεωφορεία από την άλλη άκρη, δίχως κινητά. Φάρσες σε σταθερά.

Στο ραδιόφωνο έγραφες τα νέα σουξέ με τη φωνή του παρουσιαστή να δίνει αφιερώσεις. Αφίσες και στυλό να γυρνάς τη μασημένη κασέτα.

Μπλούζες με στάμπες Ινδιάνων. 

Γρανίτες στο σινεμά με διάλειμμα και ποπ κορν δίχως βούτυρο, μόνο αλάτι.

Ποιοτική τηλεόραση με επικούς καυγάδες, πολιτικές ίντριγκες, δίχως γονική συναίνεση.

Φρενίτιδα Rave party, με χάπια έκσταση, που άφησαν κουσούρια. Αγρότες πρώτο τραπέζι πίστα στην Έφη Σαρρή.

Εκπομπές Μαλβίνας και Σεμίνας, στα πάνελ διανοούμενοι όπως ο Βασίλης Ραφαηλίδης, κύκλωμα Σατανιστών. Ταινίες Αγγελόπουλου, με παπάδες σε ροζ σκάνδαλα, να οπλίζουν γριές με κατάρες, ύστερα να βραβεύονται διεθνώς, προκαλώντας εθνική υπερηφάνεια.

Βιβλιοθήκες με βιντεοκασέτες, γραμμένες από τη τηλεόραση, με διαφημίσεις nescafe.

Ατάκες "άλλο Ντοστογιέφσκι κι άλλο Miss Raxevsky". Σήμερα οι συμμετέχοντες, σε φτηνιάρικα shows, πασχίζουν να προφέρουν σωστά το όνομα....

Εν τέλει δεν ζητάω και τίποτα το τρομερό να ζήσω στην Αττική, ένα ανοιχτό σινεμά για αυτοκίνητα, με ένα κουβά pop corn & Coca Cola, να απολαμβάνω μπροστά στο τιμόνι μου και μια καντίνα, μέσα στο πάρκινγκ, να αράζουν φρικιά με δερμάτινα, τρώγοντας hot dogs.
Ένα ωραία διακοσμημένο αμερικάνικο φαστφουντάδικο, με κόκκινους καναπέδες και τιρκουάζ τοίχους, να σερβίρουν φορώντας πατίνια milkshakes & mozzarella sticks και τέντες απέξω με λευκές και κόκκινες ρίγες, αλλά κι έναν Αφροαμερικανό υπεύθυνο με πληθωρικό χαρακτήρα, να μου λέει αστεία, σαν το Λαφαγιέτ από το #TrueBlood.
Ένα μπαράκι βικτωριανού στυλ, με ξεχωριστά είδη από ουίσκι που να συχνάζουν μέσα μυστήριοι τύποι και ντετέκτιβς με τιράντες, καπαρντίνες και σηκωμένα μανίκια, λευκά πουκάμισα λερωμένα, από ντόνατς και ζουμιά που έσταξαν από φτερούγες κοτόπουλου στο μπάρμπεκιου. Θαμώνες να καπνίζουν θεριακλήδικα και να προεξέχει το μήλο στο λαιμό καθώς κατεβάζουν τις γουλιές.

Ύστερα να πηγαίνω σε ένα απομονωμένο Χιτσκοκικό μοτέλ, με πελάτες που έχουν κόκκινα μάτια και ιδιοκτήτες όπως ο Norman Bates κι η άρρωστη μητέρα του, σε μια κουνιστή καρέκλα μέσα από τη ρεσεψιόν να κεντάει σεμεδάκια.
Με φθαρμένες ταπετσαρίες, στο χρώμα της μουστάρδας κι ένα μικρό πορτατίφ για να διαβάζω, ώσπου να με πάρει ο ύπνος, πάνω στο στρώμα που έχουν ξαπλώσει εκατοντάδες φορτηγατζίδες παρέα με παιδιά του δρόμου, εκείνο το βιβλίο που δεν τελειώνει ποτέ.

Αλήθεια ποιος άλλος παρακολουθεί #Riverdale?


Κάθε φορά που επιστρέφω στο χωριό

 

Καθε φορά που επιστρέφω στο χωριό, ανακαλύπτω πράγματα που 20 χρόνια πριν δεν είχανε καμία αξία. 

Μια κασέτα, όπως εκείνη που αγόρασα το 2000, Cher the greatest hits, που την έβαζες στο μαραφέτι με τους 125 διακόπτες, που όποτε τη μάσαγε την έστριβες με το μπλε καπάκι του στυλό. 

Καρτέλες ξεθωριασμένες με κατάλογο παγωτών, με τιμές τους σε δραχμές. 

-Που πας; -Πάω στην ΕΒΓΑ. Έτσι το είχα μάθει το μικρό συνοικιακό παντοπωλείο. Πήρε χρόνια να συνειδητοποιήσω πως ήταν μάρκα γαλακτοκομικών. 

Εκεί ξεφύλλιζα ώρες, όπως γινόταν και στο video cub, τα περιοδικά, τη μόνη πηγή πληροφορίας τότε. 

Το διαφανές στρογγυλό κουτί, το πλαστικό, με το φούξια ή μπλε ζελέ μέσα, που κοκάλωνε τελείως τα μαλλιά, το έχω ακόμα και το μυρίζω. 

Τα 90s τα έζησα μέσα από τις αδερφές μου. Στο χωριό τη περασμένη δεκαετία, που τότε έσφυζε από ζωή, είχαμε και τη Disco, που οργάνωναν και καλλιστεία Miss Ikaria, η μία μου αδερφή πρέπει να είχε κερδίσει ή του 1994 το τίτλο ή του 1997. 

Δεν είναι τυχαίο ότι και όσοι εργάζονται στο Netflix, εκεί στο Los Angeles, τα αναπολούν. Η θεία μου η Ρούλα πχ ακόμη μαζεύει τάπερ σαν μανιακή.

Το Hollywood εβγαλε πρόσφατα μια ακόμη ταινία Transformers. Αυτή τη φορά όμως με το εμβληματικό κίτρινο ρομπότ, το bumblebee, που τοποθετείται στο 1980. Αυτή θαρρώ μου άρεσε περισσότερο από τις υπόλοιπες με τον Megatron και τον Optimus Prime, που ήταν τα πρώτα μου δύο παιχνίδια, από τη σειρά Transformers, της Hasbro. 

Ίσως γι'αυτό να μου αρέσει τόσο το Ξυλόκαστρο, αντί για τη Μύκονο, εκεί έχει διατηρηθεί η αίγλη από εκείνη τη Χρυσή δεκαετία. Ενώ τα Καμένα Βούρλα έχουν παρακμάσει. Στο Χαλκούτσι δεν έχω πατήσει ποτέ, ενώ κι ο Κάλαμος, όπως και το Λουτράκι δουλεύουνε με Ρώσους πλέον. 

Άλλες δύο ιστορικές περίοδοι, που επίσης με συγκινούν και με εξιτάρουν πολύ, κυριαρχούν και σε δύο άλλες ταινίες που είδα πρόσφατα το Rebel in the Rye, σε μια εποχή που οι συγγραφείς και οι ποιητές ήταν οι Ροκ Σταρς και το The Green Book, που ο λευκός Ιταλός μετανάστης γίνεται ο σοφέρ ενός έγχρωμου, ομοφυλόφιλου, που για όσο παίζει κλασική μουσική στο πιάνο αποθεώνεται, αλλά κάτω από αυτό του επιτρέπουν μόνο στη τουαλέτα έξω στην αυλή να πάει...

Τα πακέτα Ντελόρ

Θυμήθηκα τώρα που κάπου στο 1990, είχαν έρθει επίσκεψη κάτι ξαδέρφια μου. Παίζαμε στην αυλή και όποτε βαριόμασταν, για να πάρουμε δυνάμεις, είχαμε τρία πακέτα γαριδάκια, λοτο, που μας πήραν οι γονείς για να απασχολούμαστε, δίχως να τους ζαλίζουμε.  Όποτε λοιπόν τελείωνε το ένα, ανοίγαμε το άλλο λέγοντας: "τώρα θα ανοίξουμε το δεύτερο πακέτο Ντελόρ... τώρα πάμε για το τρίτο πακέτο Ντελόρ". 

Στη πιλοτή μου στη Γλυφάδα, είχαμε γκαζόν, που με την άνοδο του Γκαντέμη στη κυβέρνηση, η χώρα μεταξύ άλλων χτυπήθηκε από λειψυδρία! 

Ακόμα κλαίμε που δεν βάλαμε τριφύλι, αλλά το παίζαμε μεσοαστοί σαν τη Χρονοπούλου στο Μάνα Είναι μόνο μία.

Η μαμά μου είχε μια φουσκωτή πισίνα και με έβγαζε να πλατσουρίζω, γιατί ακόμη δεν είχε πάρει σύνταξη ο μπαμπάς μου, ώστε να κατεβαίνουμε Ικαρία κάνα τρίμηνο με το που τέλειωνα το σχολείο. 

Είχαμε φοίνικες (που η οργανωτική 2004 των Ολυμπιακών μας τους ξέκανε, αφού κουβαλησε ΑΡΡΩΣΤΕΣ παρτίδες από την Αίγυπτο, επειδή του Ισραήλ ήταν ακριβοί...και ξέρετε πόσα ψοφίμια από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ φάγανε τότε με χρυσά κουτάλια, με δωρεάν πιστωτικές-χορηγεία του ΕλληνοΜαλ@κα

Το μόνο που έμεινε από τότε είναι μια ωραιότατη λευκή κουνιαμπέλα, σιδερένια, σετ με τα φερφροζε, εκεί καθόμασταν με κεινα τα ξαδέρφια μου, ανοίγοντας τα πακέτα Ντελόρ, τον Πέτρο τον Μπανάνα και τον Τόλη, (έτσι φωνάζαν τον πάππου τους στην Ικαρία, ενώ τον δικό μου τον λέγανε Τσικνιά) (ήμασταν η μόνη οικογένεια που έτρωγε κρέας στη Κατοχή θαρρώ 🤔 και μύριζε το χωριό ολόκληρο τις σπατάλες μας) 

Εγώ φυσικά ήμουν αγέννητη τότε, το ότι ο ένας παππούς (με το Βενιζέλο) βρέθηκε διορισμένος αργότερα (δίχως να το θέλει) πρόεδρος του νησιού (μόνο για ένα χρόνο) από την "επανάσταση", πραγματοποιώντας αγαθοεργίες στις φτωχάλες του χωριού μου (το πιο μεγάλο στο νησί και το πιο ξακουστό τόσο για το μαφιοζιλίκι που πουλάνε οι αμόρφωτοι ΚΚΕδες, όσο και για τα άπειρα καμένα από τα έκσταση -τεσσερις ή πέντε ντισκοτέκ είχαμε στο Καραβόσταμο και δεν ήμασταν η Μύκονος) ενώ ο άλλος ο "Πασάς", ήτανε κομμουνιστής αντάρτης, αλλά τσιφλικάς, είχε τη σημασία του. 

Αφού εγώ το 1990 όταν με ρωτούσαν ποιος ήταν ο αγαπημένος μου πολιτικός, έλεγα ο Γκορμπατσόφ. 

Το 1996 περίμενα κάθε μέρα να δω την εκπομπή της Μαλβίνας, που αποκαλούσε τον Σημίτη Ταπερμαν. 

Και σήμερα μαθαίνω ότι ο Βελόπουλος έθαψε τον 94χρονο πριν την ώρα του...

Δεν φταίει αυτός που είναι ζωντόβολο, σε ανίδεους απευθύνεται πουλώντας "αντίκες", εγώ φταίω που δεν πήγα σε ενα γαμωριάλιτι, ο κόσμος δεξιά κι αριστερά, όχι μόνο Τέτοια θέλει, αλλά δεν αργεί η μέρα που η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός θα είναι η Πατουλαινα. Και πιστεύω μας αξίζει.

Τροχόσπιτο

Έχει ένα μικρό τρανζίστορ, ακούει τις ειδήσεις, ξεπλένεται με νερό της δεξαμενής, ο μαλλιαρός του σκύλος γλείφει ένα προχθεσινό κόκαλο, παραδίπλα μια παχουλή γάτα ρεμβάζει, της κάνουν παρέα μέλισσες. Στη πραγματικότητα εποπτεύει το χώρο, από πιθανούς εισβολείς, δηλαδή ανταγωνιστές που θέλουν να της αρπάξουν την έτοιμη λεία. Παριστάνει πως προστατεύει το μικρό αυτό κοτέτσι, το οποίο έχει φτιαχτεί από πεταμένο συρματόπλεγμα, που βρέθηκε, λίγο πιο πέρα, σε ένα καταπατημένο χωράφι, όπως συνηθίζεται στους πρόποδες των βουνών, μακριά από τις σχεδιασμένες γειτονιές. 


Πέρα από τα φώτα της πόλης που διαφαίνονται στο βάθος, εδώ που βρίσκεται ο μόνος του γείτονας είναι κάποιοι περαστικοί, που έρχονται μια στο τόσο να ανάψουνε το καντήλι στο παρεκκλήσι του προφήτη Ηλία. 


Κάποιες νύχτες παραφυλά για τα τσακάλια, γι'αυτό και πότε πότε ρίχνει λίγη σκυλοτροφή, κοντά στα χωμάτινα μονοπάτια, που οδηγούν στο βουνό. Συχνά κατεβαίνουν αλεπούδες ξημερώματα, απελπισμένες και βρίσκουν έτοιμες εκείνες τις κροκέτες, λίγο πριν τις καβουρδίσει ο ήλιος, έτσι επιστρέφουν ξανά στο λαγούμι τους. Οπότε και οι λιγοστές κότες που ο ερημίτης αυτός κατέχει, έχουν μονάχα ένα να φοβούνται, τον κόκορα και τον κορμό του ξύλου, στο κέντρο της αυτοσχέδιας αυλής, με το δρεπάνι καρφωμένο επάνω, να περιμένει το λαιμό τους. 


Του έχουν λείψει τα ταξίδια, το κορίτσι εκείνο στο κατάστημα ηλεκτρονικών, τα μιλκσεηκ, τα μπαστουνάκια μοτσαρέλας και οι μπύρες παρέα με τους ψαράδες γείτονες που κάποτε είχε, τα αντάλλαξε όλα με ένα πιάτο σούπα, νωχελικούς χειμώνες κι απογεύματα, τρώγοντας πάνω σε μια παλιά τηλεόραση, που δεν χρειάζεται πια να κοπανά για να πιάσει σήμα η κεραία. Τα παράτησε όλα κι ήρθε εδώ, να ανέβει όσο ψηλά γίνεται, προετοιμάζοντας τον εαυτό του, για το τελευταίο σκαλοπάτι. 

Ένα απόγευμα Απρίλη


Περιπλανώμενος με μια πίτσα στο ένα χέρι, καθοδηγώντας με το άλλο το πατίνι μου, προς το στενό που θα με έβγαζε καρφί στην Ποσειδώνος, υπέμεινα, σαν να ήταν αιώνια, τα αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν τρελά,  προσπαθώντας ίσως να προλάβουνε την απαγόρευση. 

Κάθησα σε ενα παγκάκι, αγχωμένος πως η πεπερόνι μου θα πάγωνε, παρατηρώντας κι άλλους μοναχικούς ανθρώπους στα διπλανά να ρεμβάζουν μπροστά στη θάλασσα. 

Μια παρέα γλάρων είχε βρει το στέκι της στο κέντρο της θάλασσας, που χωρίζει την ακτή της Λεωφόρου Ποσειδώνος, από τα ψηλά βουνά της Σαλαμίνας, που αχνοφαίνονται στον ομιχλώδη ορίζοντα. Τσαλαβουτώντας γύρω από ένα βράχο, έμοιαζαν να παίζουν μουσικές καρέκλες. 

Τους ζηλεύω, είναι όλοι μαζί, όχι μόνο πετούν ελεύθεροι και τρώνε τα πάντα με ευκολία, όχι μόνο τα βλέπουν όλα από ψηλά, σαν δρόνοι, καταγράφοντας πρωτόγνωρες εικόνες, που δεν θα ελέγξει ποτέ κανείς. Αλλά παίζουν όλοι μαζί, φωνάζουν δυνατά, πετούν νερά και σάλια, δίχως φόβο κι αποστάσεις. 

Πίσω μου δεκάδες έφηβοι με μάσκες επιστρέφουν από τη μεγάλη βόλτα, ανά δύο ανά τρείς. Με τις μάσκες να μοιάζουν δεύτερο δέρμα πια, το χαμόγελό τους δεν κρύβεται, η ανάγκη τους για έκφραση διαγράφεται έντονα, μέσα από τη μάσκα, σαν ξεπατικοτούρα του δημοτικού, σε τσιγαρόχαρτο. Ανακατέλαβαν τις πλατείες, τα σκαλοπάτια των εκκλησιών γεμάτα μπύρες, στα στενά μυρίζει κάτουρο. Γέλια από παντού, απρόσεκτοι διασχίζουν τρέχοντας τη λεωφόρο, παγώνουν μπροστά σε ένα σπορ αυτοκίνητο που τους κάνει δρόμο. Όλοι προσπαθούν να προλάβουν να γυρίσουν, πριν σταματήσουνε κι απόψε όλα, που ήδη έχουν σταματήσει. 

Σουρουπώνει και βγάζει ψύχρα, το σβέρκο μου παγώνει. Επιμένω να φορώ καλοκαιρινά, αδημωνόντας για το άνοιγμα, των θαλασσών, του καιρού και των μαγαζιών. Φορώ τη μάσκα για να με ζεσταίνει. Τα στογονίδια των κυμάτων κολλάνε πάνω της και μια μυρωδιά από τηγανιτές πατάτες κατακλύζει τον αέρα. 

Τα στογονίδια της βροχής που ποτίζουν το χώμα, τα σταγονίδια του "κόβιντ νάιν-τίν" που λιπαίνουν με πτώματα τη γη.