Κυριακή στην Ηλιακτή

Στο μαύρο αυτό ουρανό το μόνο που φωτίζεται είναι ένα μισοφέγγαρο, που μοιάζουν να κρατούν στις χούφτες τους, δυο πελώρια χέρια από αγριεμένα σύννεφα. 

Από το σκοτεινό μονοπάτι τα ξερόκλαδα των δέντρων, που θυμίζουν σκιάχτρα, ή τους δαίμονες που παραμονεύουν, εκείνους των παιδικών μας φόβων, διαδέχονται οι λάμπες στο ήσυχο λιμανάκι. 

Δύο φίλοι στην ακρογιαλιά, παρέα με τα καλάμια τους, ψαρεύουν, δύο τρείς άλλοι ακόμα βρίσκονται στον καφενέ, που τους παρηγορεί χειμώνα-καλοκαίρι. 

Ήρεμοι παφλασμοί, μυρωδιά από καμινάδες μιας οικογενειακής γιορτής, κάποια ανήσυχα γαβγίσματα. Γρύλοι που σφυρίζουν ρυθμικά, παρέα με τον γκιώνη, συναυλία. 

Μια καθιερωμένη κυριακάτικη αναστάτωση, το σούρουπο που προτιμά να κλείσει τις ειδήσεις, ανάβοντας το μπρίκι, λέγοντας "και του χρόνου".

Κρυμμένοι στις ταράτσες

ChemsPartyAthens

Στα στενά των κτιρίων ανάμεσα, εκεί που απλώνεται η ελπίδα, μεσοτοιχία η αίτηση με την παραίτηση, ο ακάλυπτος που όλα τα έχει ακούσει, αναμεταδίδει σήματα. Σε όλους όσους ήσυχοι, βρίσκονται κρυμμένοι στις ταράτσες και τα μπαλκόνια, νεκροταφεία ή αποθήκες. 

Πιστεύουν πως θα γλιτώσουν από μια νέα απαγόρευση. 

Σκυμμένοι με το βλέμμα στην πλατεία. Επιτηρούν το αναπόφευκτο. 

Παρακολουθούν ο ένας τον άλλο κι εκείνον τον ξένο, που δεν έχουν ξαναδεί. 

Προστατεύουν τα λημέρια τους. Νομίζουν πως μπορούν να υπολογίσουν αυτομάτως τα βήματα περαστικών από τον κάδο ως την πλατεία. 

Να ξεχωρίσουν τους ήχους των γειτόνων, τον χτύπο στο οδόστρωμα από τις αρβύλες αναρχικών και μπάτσων. 


Ελπίζουν πως όλα θα τα καταφέρουν. 

Στις κρυμμένες, από το πράσινο, αυλές τους, θα πηγαινοέρχονται, επικοινωνώντας μυστικά.

Απλώνοντας γέφυρες, με πυρσούς που μόνο οι ίδιοι θα μπορούν να διακρίνουν.

Μέχρι την καθολική ανατροπή της νύχτας...