Ένα απόγευμα Απρίλη


Περιπλανώμενος με μια πίτσα στο ένα χέρι, καθοδηγώντας με το άλλο το πατίνι μου, προς το στενό που θα με έβγαζε καρφί στην Ποσειδώνος, υπέμεινα, σαν να ήταν αιώνια, τα αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν τρελά,  προσπαθώντας ίσως να προλάβουνε την απαγόρευση. 

Κάθησα σε ενα παγκάκι, αγχωμένος πως η πεπερόνι μου θα πάγωνε, παρατηρώντας κι άλλους μοναχικούς ανθρώπους στα διπλανά να ρεμβάζουν μπροστά στη θάλασσα. 

Μια παρέα γλάρων είχε βρει το στέκι της στο κέντρο της θάλασσας, που χωρίζει την ακτή της Λεωφόρου Ποσειδώνος, από τα ψηλά βουνά της Σαλαμίνας, που αχνοφαίνονται στον ομιχλώδη ορίζοντα. Τσαλαβουτώντας γύρω από ένα βράχο, έμοιαζαν να παίζουν μουσικές καρέκλες. 

Τους ζηλεύω, είναι όλοι μαζί, όχι μόνο πετούν ελεύθεροι και τρώνε τα πάντα με ευκολία, όχι μόνο τα βλέπουν όλα από ψηλά, σαν δρόνοι, καταγράφοντας πρωτόγνωρες εικόνες, που δεν θα ελέγξει ποτέ κανείς. Αλλά παίζουν όλοι μαζί, φωνάζουν δυνατά, πετούν νερά και σάλια, δίχως φόβο κι αποστάσεις. 

Πίσω μου δεκάδες έφηβοι με μάσκες επιστρέφουν από τη μεγάλη βόλτα, ανά δύο ανά τρείς. Με τις μάσκες να μοιάζουν δεύτερο δέρμα πια, το χαμόγελό τους δεν κρύβεται, η ανάγκη τους για έκφραση διαγράφεται έντονα, μέσα από τη μάσκα, σαν ξεπατικοτούρα του δημοτικού, σε τσιγαρόχαρτο. Ανακατέλαβαν τις πλατείες, τα σκαλοπάτια των εκκλησιών γεμάτα μπύρες, στα στενά μυρίζει κάτουρο. Γέλια από παντού, απρόσεκτοι διασχίζουν τρέχοντας τη λεωφόρο, παγώνουν μπροστά σε ένα σπορ αυτοκίνητο που τους κάνει δρόμο. Όλοι προσπαθούν να προλάβουν να γυρίσουν, πριν σταματήσουνε κι απόψε όλα, που ήδη έχουν σταματήσει. 

Σουρουπώνει και βγάζει ψύχρα, το σβέρκο μου παγώνει. Επιμένω να φορώ καλοκαιρινά, αδημωνόντας για το άνοιγμα, των θαλασσών, του καιρού και των μαγαζιών. Φορώ τη μάσκα για να με ζεσταίνει. Τα στογονίδια των κυμάτων κολλάνε πάνω της και μια μυρωδιά από τηγανιτές πατάτες κατακλύζει τον αέρα. 

Τα στογονίδια της βροχής που ποτίζουν το χώμα, τα σταγονίδια του "κόβιντ νάιν-τίν" που λιπαίνουν με πτώματα τη γη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: