Στα στενά του Παγκρατίου


 Ομίχλη είχε καλύψει την πόλη. Πιθανότατα από την τσίκνα που αναδύονταν από τα τζάκια των σπιτιών. Εκατοντάδες σκεπές προσέφεραν ζεστασιά σε παρέες των Αθηνών, που έψηναν λουκάνικα χωριάτικα.


Περπατούσα τα στενά του Παγκρατίου μεθυσμένος, τριγυρνώντας στις πολυκατοικίες και τα ξεχασμένα χρέπια ανάμεσά τους. Στις γωνιές των εισόδων με παρατηρούσαν γάτες, που περιφρουρούσαν τα σημεία τους, με τα στομάχια τους χορτασμένα, από περίοικους που πάσχιζαν να εκδηλώσουν πως έχουνε καρδιά. Σε εκείνη την εύκολη ασφάλεια, μπορούν να νιώθουν κυρίαρχοι, ακόμα κι αν ζηλεύουν τις γάτες που ζούνε ξέγνοιαστες. 


Σε κάποιες προσόψεις τα μπαλκόνια ήταν διακοσμημένα με απλωμένα ρούχα, πολύχρωμα για να μοιάζουν με τσαντίρια εντός πόλεως, ενοχλώντας εκείνους που είχανε στεγνωτήριο.


Η μυρωδιά του ψημένου κρέατος ξυπνούσε τη λαιμαργία μου, ενώ το καμμένο ξύλο μου πρόσφερε εκείνο το αίσθημα θαλπωρής, που είχα ξεχάσει εντελώς μετά το καλοκαίρι. 

Περιπλανώμενος με το βλέμμα στο κενό, συνομιλούσα με τη σκιά μου, τρομάζοντας από αδέσποτα σκαρφαλωμένα σε κάδους, αλλά και κάτι τελευταίες κατσαρίδες που περπατούσανε στους τοίχους, δίπλα από κάτι σωλήνες.

Αναρωτιόμουν πόσες ψυχές στοιβάζουν τα όνειρά τους, μέσα σε κάθε ένα από αυτά τα σύγχρονα κουφάρια. 

Αυτά τα γεμάτα μικρές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, παντοδύναμων μέσα στην απελπιστικά ευτυχισμένη ρουτίνα τους, έτοιμοι να ξεδιπλώσουν τις ιστορίες τους. 

Οι μόνοι τυχεροί που θα μπορούσαν να ανοίξουν να τα δουν, είναι οι διαρρήκτες που εισβάλουν μέσα τους για λάθος λόγους. 

🪳

Δεν υπάρχουν σχόλια: