Νόμπελ στα ελληνόχρωμα μπουκλάκια μω


Πρώτη και τελευταία φορά Ελύτη διάβασα στο τρένο για Θεσσαλονίκη. Ταξιδεύαμε μαζί με την Άννα, που με είχε έγνοια, πως να μάθω να εναρμονίζω μέσα μου τα χρώματα, όταν εκατομμύρια χρόνια, αυτή τη μάχη τη δίνει η αυγή και το ηλιοβασίλεμα;

 Είπε η τρελή η canndyblue@blogspot.com να με μυήσει στη γενιά του 30. Μάταια όμως, δεν καταλάβαινα Χριστό από τις γεωμετρίες ανάμεσα στον ήλιο και τη Γρεκιά τη θάλασσα, για τα οποία τιμήθηκε με Νόμπελ. 

Η κοριτσοσόβαρη φίλη μου έκανε καλές προσπάθειες να μου μεταφράσει, τι ήθελε να πει ο ποιητής. 

Μα ως "ανυπομόνεος" για να εισπνεύσω την ατμόσφαιρα εκείνης της Ωνασικής εποχής, αρκούσαν οι χρυσοφοίνικες της Μερκούρη. 

  Ωραία τα νιωθε η Νοbelαλήτρα του Αιγαίου, άσωτος από τη μέθη του καλοκαιριού, ακούει την μΠαναγιά να τραγουδά, μέσα από ένα αιμάτινο κοχύλι.

 Εγώ όμως τη θάλασσα, πες και λόγω του ζωδίου, την έπινα, 12 ώρες στο βυθισμένο Σαμίνα, χρόνια. 

 Την καλή τη θάλαττα όμως, όχι αυτή που σε σκυλοψαρεύει, σου κατσαρώνει η αλμύρα το μαλλί στο μπανγκαλόου, όχι σε καμιά ξύλινη βάρκα, ανάμεσα μας δίχτυα να βρωμάς ψαρίλα, μήτε γοργόνες δε πλησιάζουνε μετά. Αλλά μιλώ για κείνη της αστακομακαρονάδας φυσικά.

Ψάχνοντας στην ποίηση για σουβενίρ, μεταξύ Επιτάφιου κι Ανάστασης, ανακάλυψα τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. 

  Οι Ντιντήδες κι οι Νταήδες, και οι Ντάηκς ως καμπίστες, την ελιά, τον βασιλιά, το λιβάνι ή την παπάρα, το λευκό το παραθύρι και του έρωτος το λιοπύρι, κουβαλάν γεννιώντας μέσα τους. Τα ανταλλάζουν σαν πετράδια, τις νύχτες που μυρίζει γιασεμί, το χώμα το νωπό, στο σοκάκι το κρυφό, το ντυμένο από κισσό, της ηδονής.

Το βαθύ μπλεŭ του ουρανού, το μπορντό του ουρανίσκου, τα κερνάνε σε εκκλησίες που οι σκάλες βάφονται με τάματα και έχουν στρώσει μονοπάτια από πεσμένα φύλλα ιβίσκου. 

Στη ταράτσα που αράζουν και αστερισμούς κοιτάζουν, την αυλή με δύο γάτες, που τα πεύκα τη σκεπάζουν. Κουτάκια από μπύρες, σφηνωμένα σε πεζούλια, σκουριασμένες άγκυρες ονείρων, όσα μοιράστηκαν, χρυσοπράσινα πλοκάμια ιστορίες. 


Ωραία τα λέει λοιπόν κι ο κύριος Ελύτης, που μιλά για τη δική του καθενός αφθονία. Τον φιλοσοφημένο άρχοντα, οργώνοντας υπαίθρους με ιστιοπλοϊκό, γευόμενος το αλάτι των καημών, ανθρώπων ταπεινών, ώσπου να 'πα τσις Κάννες.

🧜

#Merman

Δεν υπάρχουν σχόλια: